Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κοιμᾶσϑαι

См. также в других словарях:

  • κοιμᾶσθαι — κοιμάω lull pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -снуть — заснуть, уснуть, ст. слав. оусънѫти κοιμᾶσθαι, ὑπνοῦν (Супр.). Из (u , zа ) *sъpnǫti; см. спать, сплю …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

  • κοιμᾶσθ' — κοιμᾶσθα , κοιμάω lull pres subj act 2nd sg (epic) κοιμᾶσθε , κοιμάω lull pres imperat mp 2nd pl κοιμᾶσθε , κοιμάω lull pres subj mp 2nd pl κοιμᾶσθε , κοιμάω lull pres ind mp 2nd pl (epic) κοιμᾶσθε , κοιμάω lull pres subj act 2nd pl (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»