-
1 βώτης
-
2 βώτης
βούτηςherdsman: masc nom sg (doric) -
3 συ-βώτης
-
4 οὐρεσι-βώτης
οὐρεσι-βώτης p. = ὀρεσιβώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend, Soph. Phil. 1133.
-
5 ουρεσιβωτης
-
6 συβωτης
-
7 οὐρεσιβώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρεσιβώτης
-
8 ἀστυβοώτης
A crying or calling through the city, epith. of a herald, Il.24.701. (Prop. -βοήτης, [dialect] Ion. [var] contr. -βώτης, by 'distraction' -βοώτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυβοώτης
-
9 συβώτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συβώτης
-
10 οὐρεσιβώτης
οὐρεσι-βώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend -
11 συβώτης
συ-βώτης, ὁ, Sauhirt, Schweinehirt -
12 βόσκω
Grammatical information: v.Other forms: Fut. βοσκήσω (Od., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 446), ἅπ. λεγ. βώσεσθε (A. R. 1, 685; below); ἐβοσκήθην, βεβόσκηκα, ἐβόσκησα Hell. and late.Compounds: in comp. - βώτης and - βότης ( συ-βώ-της, ἱππο-βό-της, Fraenkel 1, 35); αἰγὶβοτος `browsed by goats'; πουλυβότειρα. As first member in βωτι-άνειρα `feeding men' (Il.); s. Risch, Wortbildung 174.Derivatives: βοσκή `fodder, meadow' (A.); βόσκημα `cattle tended' (Trag.). - βοσκός `shepherd' (Aesop.) decomp., s.. Schwyzer 541; fem. βοσκάς `feeding itself' (Nic.). - βόσις `fodder' (Τ 268); βοτόν `cattle', esp. `sheep' (Il.), βοτάνη `fodder' (Chantr. Form. 199), βοτέω `tend' (Nic., H.); βοτήρ `shepherd' (o 215; fem. βότειρα (Eust.); βώτωρ (Il.), Benveniste Noms d'agent 29 on the difference between - τωρ and - τήρ).Etymology: Old IE verb. Nearest is Lith. gúotas `herd' (* gʷeh₃-to-) cf. βοτόν (* gʷh₃-to-). From this root prob. βοῦς (q.v.)Page in Frisk: 1,253-254Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βόσκω
См. также в других словарях:
βώτης — βούτης herdsman masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώτης, Αντώνιος — (1890 – 1970). Θεατρικός συγγραφέας και σκιτσογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1912 με την επιθεώρηση Καρνέ του 1912. Ακολούθησαν πολλές επιθεωρήσεις του, είτε γραμμένες από τον ίδιο είτε σε συνεργασία με άλλους. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν Ο παπαγάλος… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
οιοβώτας — οἰοβώτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του 2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη … Dictionary of Greek
ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] … Dictionary of Greek
συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] … Dictionary of Greek
γερανοβωτία — γερανοβωτία, η (Α) το να τρέφει κανείς γερανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος + βωτία < βώτης < βόσκω] … Dictionary of Greek
χηνοβωτία — και χηνοβοτία, ἡ, Α η χηνοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοτία / βωτία (< βότης/ βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο βωτία, ὀρφο βοτία] … Dictionary of Greek