-
1 οὐρεσι-βώτης
οὐρεσι-βώτης p. = ὀρεσιβώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend, Soph. Phil. 1133.
-
2 οὐρεσιβώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρεσιβώτης
-
3 οὐρεσιβώτης
οὐρεσι-βώτης, auf den Bergen weidend; χῶρος, im Gebirge nährend -
4 ουρεσιβωτης
См. также в других словарях:
ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] … Dictionary of Greek