Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βόστρυχος

См. также в других словарях:

  • βόστρυχος — curl masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster …   Dictionary of Greek

  • βοστρύχοις — βόστρυχος curl masc dat pl βόστρυχος curl neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχοισι — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βόστρυχος curl neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχοισιν — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βόστρυχος curl neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχων — βόστρυχος curl masc gen pl βόστρυχος curl neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχου — βόστρυχος curl masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχους — βόστρυχος curl masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοστρύχῳ — βόστρυχος curl masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρύχοισι — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτρύχους — βόστρυχος curl masc acc pl βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»