-
1 версьера
мат. о βόστρυχος της μάγισσας/Αγκνέζι (Agnesi)η γραμμή (παρημί-τονου) της Αγκνέζι (Agnesi)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > версьера
-
2 завиток
завит||окм1. (волос) ὁ βόστρυχος, τό κατσαρό μαλλί, ἡ μπούκλα·2. (почерка) ἡ οὐρά·3. архит. ἡ σπείρα, ἡ ἕλιξ·4. (у растений) ἡ ψαλίδα, ἡ ἕλιξ κλήματος. -
3 локон
локонм ἡ μπούκλα, ὁ βόστρυχος. -
4 завиток
-тка α. μπούκλα, βόστρυχος. || σπείρα (μια στροφή του πηνίου).(αρχτ.) γλυφή ελικοειδής•-и капители ελικοειδείς γλυφές κιονόκρανου.
-
5 завитушка
-и θ.1. μπούκλα, βόστρυχος.2. σπείρα, έλιγμα. || μτφ. περιστροφή• ευφυολογία. -
6 кок
-
7 кудряшка
-и θ.μπούκλα, βόστρυχος. -
8 локон
а α. βόστρυχος, μπούκλα. -
9 пейс
-а α.μακρύς βόστρυχος, πλόκαμος, μακριά μπούκλα. -
10 штапель
-я α.1. βόστρυχος μαλλιών.2. το τσελβόλ (ύφασμα). -
11 Curl
v. trans.P. and V. στρέφειν, P. περιελίσσειν, V. ἑλίσσειν (rare P.), εἱλίσσειν.Twine: P. and V. πλέκειν.V. intrans. P. and V. στρέφεσθαι, κυκλεῖσθαι, P. περιελίσσεσθαι, V. ἑλίσσεσθαι, εἱλίσσεσθαι; see Wind.——————subs.Of a fop: Ar. κίκιννος, ὁ; see also Wreath.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Curl
-
12 Lock
subs.Ar. and V. κλῇθρα, τά.Bolt for fastening: P. and V. μοχλός, ὁ.A lock of shorn hair: V. κουρὰ τριχός, ἡ.——————v. trans.Foot locked with foot, and foeman fronting foe: V. ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδὶ ἀνὴρ δʼ ἐπʼ ἀνδρὶ στάς (Eur., Heracl. 836).Locked in one another's arms: V. ἐπʼ ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι (Soph., O.C. 1620).Lock together: P. and V. συγκλῄειν.Lock up: P. and V. ἐγκλῄειν; see lock in.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lock
-
13 Ringlet
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ringlet
-
14 Tress
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tress
См. также в других словарях:
βόστρυχος — curl masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster … Dictionary of Greek
βοστρύχοις — βόστρυχος curl masc dat pl βόστρυχος curl neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχοισι — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βόστρυχος curl neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχοισιν — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βόστρυχος curl neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχων — βόστρυχος curl masc gen pl βόστρυχος curl neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχου — βόστρυχος curl masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχους — βόστρυχος curl masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρύχῳ — βόστρυχος curl masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρύχοισι — βόστρυχος curl masc dat pl (epic ionic aeolic) βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρύχους — βόστρυχος curl masc acc pl βότρυχος peduncle of bunch of grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)