Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑλικο-βόστρυχος

См. также в других словарях:

  • καταβόστρυχος — καταβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο βόστρυχος, χρυσο βόστρυχος] …   Dictionary of Greek

  • κυανοβόστρυχος — κυανοβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει μελανόχρωμους βοστρύχους, μαυροπλόκαμος, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βόστρυχος «μπούκλα» (πρβλ. ελικο βόστρυχος, μυρο βόστρυχος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβόστρυχος — και χρυσεοβόστρυχος, ον, Α αυτός που έχει χρυσούς βοστρύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + βόστρυχος (πρβλ. ἑλικο βόστρυχος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»