-
1 χρῡσο-βόστρυχος
χρῡσο-βόστρυχος, mit goldenen Locken, Ath. III, 564.
-
2 χρυσοβόστρυχος
χρῡσο-βόστρῠχος, ον, in Alchemy,A goldentressed, Olymp.Alch.p.95B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοβόστρυχος
-
3 χρῡσοβόστρυχος
См. также в других словарях:
καταβόστρυχος — καταβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο βόστρυχος, χρυσο βόστρυχος] … Dictionary of Greek