Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βήτης

См. также в других словарях:

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • πυριβήτης — ὁ, Α αυτός που στέκεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βήτης (< θ. βη τού βαίνω, πρβλ. βῆ μα), πρβλ. δια βήτης, εμπυρι βήτης] …   Dictionary of Greek

  • Diabetes mellitus — Saltar a navegación, búsqueda Diabetes mellitus Clasificación y recursos externos Aviso médico …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»