-
1 βυθός
Grammatical information: m.Meaning: `depth (of the sea)' (A.).Compounds: ἄβυσσος `bottomless' (Hdt.), subst. f. `abyss, underworld' (= Hebr. tǝhōm, LXX, NT, Pap.; cf. Schwyzer RhM 81, 203); βυσσοδομεύω `build in the deep \> brood over (in the deep of one's soul), ponder deeply' (Od.), m.c. for βυσσοδομέω (Eust., Suid.) like οἰκοδομέω etc., s. K. Meister, Hom. Kunstspr. 31, Chantr., Gramm. hom. 1, 368.Derivatives: βύθιος `of the depth' (late), fem. βυθῖτις ( ψάμμος AP; s. Redard Les noms grecs en - της 23). Denom. βυθίζω `sink' (S.). Ptc. βυθόωσα ( ῥίζα) `going in the deep' (Nic. Th. 505). - Further βυσσός m. `depth of the sea' (Il.), βυσσόθεν (S.). -- Also βύσσα (Opp.; after βῆσσα? so prob. secondary); further βύσσαλοι βόθροι, βυσσαλεύοντι τῳ̃ βυθῳ̃ ἐφικνουμένῳ H.; also βυθμός ἄντρον, πυθμήν, καὶ βυθμήν (perh. corrupt).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: A basis *βυθι̯ός or *βυθσός for βυσσός does not inspire confidence. Connecting βαθύς (and βῆσσα) one posited a labio-velar, but then the connection of βαθύς with βενθος must be abandoned, for which there is no reason. Also assuming a labio-velar would mean that the β- could not be regular (one expects γυ-): it would have to be introduced from βῆσσα, which a guess. Connecting γυθίσσων διορύσσων H. would give the same problem; the form can better be left aside. - The old attempts to connect βαθύς and βῆσσα (with α against υ) are most improbable and should now be abandoned. βυθός - βυσσός shows a typical variation of Pre-Greek words; see Fur.248-263, e.g. ἄνηθον\/ ἄνησον. The conclusion is confirmed by βυσσαλ- with a typical Pre-Greek suffix, cf. κόρυδος beside κορύδαλος\/ κορυδαλλός (Fur. 254) and perhaps ἄμυσσος κῆτος, and also ἀβυδόν βαθύ.Page in Frisk: 1,275-276Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βυθός
-
2 βυθός
-
3 βυθος
ὅ1) глубь, глубина, пучина(θαλάττης Arst.)
ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. — вытекающая изнутри кровь2) морская пучина(στένει β. Aesch.; ἐς βυθὸν πεσεῖν Soph.)
3) перен. бездна, безмерность(ἀθεότητος Plut.)
-
4 βυθός
βυθόςthe depth: masc nom sg -
5 βυθός
-
6 βυθός
βῠθός, ὁ,b generally, συνιζάνειν εἰς β. sink to the bottom, Thphr.Od.29: metaph., ;ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν Id.OT24
; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα from the deep wound, Id.Ph. 783;καταφέρεσθαι εἰς β. Arist.HA 619a7
, etc.; τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος ἐκ τοῦ β. ib. 622b7; ἐν τῷ β. τῆς θαλάττης ib. 537a8: metaph., ἐν βυθῷ ἀτεχνίης in the depth of.., Hp.Praec.7;ἐν β. ἡ ἀλήθεια Democr.117
;εἴς τινα β. φλυαρίας ἐμπεσών Pl.Prm. 130d
;ἀθεότητος Plu.2.757c
; ὑπέρκοσμος β. abyss, Dam.Pr. 106, 205. -
7 βυθός
βυθός, die Tiefe, bes. Meerestiefe; das Meer; Abgrund -
8 βυθός
βυθός, οῦ, ὁ (s. βυθίζω; Aeschyl., Hippocr. et al.; Alex. Ep. II, 10; Herm. Wr. 16, 5; Mag. pap: POxy 886, 10; PGM 13, 1072; LXX, TestSol; JosAs 12:10 cod. A βυθὸν τῆς θαλάσσης; Philo; SibOr 3, 481; Mel., Fgm. 8b, 17 and 35 P.) depth of the sea, sea, deep water ἐν τῷ β. adrift at sea 2 Cor 11:25. Of deep sea fish ἐν τῷ β. νήχεται they swim (only) in deep water B 10:5 (cp. Aelian, NA 2, 15; 9, 57). Of water gener.: ἐκ (τοῦ) β. (SibOr 4, 60) Hv 3, 2, 5f; 3, 5, 2; Hs 9, 3, 3 and 5; 9, 4, 3f; 9, 5, 3; 9, 15, 4; 9, 16, 1 and 5; 9, 17, 3.—DELG. M-M. -
9 βυθός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βυθός
-
10 βυθός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βυθός
-
11 βύθος
(πλ. βύθη и βύθια) τό1) дно (моря, реки, озера); 2) недра (земли); 3) беспамятство, забытьё -
12 βυθός
ο1) дно; 2) глубина; бездна моря; 3) перен. бездна, пучина -
13 βυθός
глубина, пучина (морская).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βυθός
-
14 βυθός
-οῦ + ὁ N 2 1-0-0-5-1=7 Ex 15,5; Ps 67(68),23; 68(69),3.16; 106(107),24depth, deep Ps 67(68),23; bottom Ex 15,5 -
15 βυθός
[витое] ουσ α дно, глубина, бездна моря. -
16 βυθός
fond -
17 πολύ-βυθος
πολύ-βυθος, sehr tief, Philo, zw.
-
18 ἄ-βυθος
-
19 βυθοί
βυθόςthe depth: masc nom /voc pl -
20 βυθούς
βυθόςthe depth: masc acc pl
См. также в других словарях:
βυθός — the depth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek
βύθος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek
βύθος — το 1. ο βυθός: Σκύψε να δεις τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη (A. Βαλαωρίτης). 2. ο λήθαργος, το κώμα: Χάθηκε κάθε ελπίδα για τον άρρωστο, γιατί έπεσε σε βύθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυθός — ο 1. ο πυθμένας, ο πάτος της θάλασσας, λίμνης, ποταμού: Ο βυθός της λίμνης ήταν γεμάτος υδρόβια φυτά. 2. τα βαθύτερα στρώματα του νερού της θάλασσας: Ψάρια του βυθού (αντίθ. αφρόψαρα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυθοί — βυθός the depth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθούς — βυθός the depth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθέ — βυθός the depth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθόν — βυθός the depth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gnosticism — This article is part of a series on Gnosticism History of Gnosticism … Wikipedia
βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… … Dictionary of Greek