-
1 βοτής
βοτής, ὁ, = βοτήρ, E. M.
-
2 βοτης
-
3 βότης
βότηςgoat-pasture: masc nom sgβοτέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 βότης
-
5 συμ-βότης
-
6 βου-βότης
-
7 μηλο-βότης
μηλο-βότης, ὁ, = Vorigem; Pind. I. 1, 48; Eur. Cycl. 53; Antiphan. 6 (IX, 84).
-
8 αἰγι-βότης
αἰγι-βότης, σκόπελος, nährender Hügel, Leon. T. 35 (VI, 334).
-
9 αἰγο-βότης
αἰγο-βότης, alte L. für αἰγιβάτης, Theocr.
-
10 ὀρφο-βότης
ὀρφο-βότης, ὁ, für ὀρφανοβότης, = ὀρφανοτρόφος, Hesych. erkl. ἐπίτροποι ὀρφανῶν.
-
11 ἀγρο-βότης
ἀγρο-βότης, ὁ, auf dem Felde weidend, ποιμήν. Soph. Phil. 214; κύκλωψ Eur. Cycl. 54.
-
12 ὑο-βότης
ὑο-βότης, ὁ, Sauhirt, Sp.
-
13 ἱππο-βότης
ἱππο-βότης, ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.
-
14 βότου
βότηςgoat-pasture: masc gen sg -
15 βότ'
βότα, βότηςgoat-pasture: masc voc sgβότα, βότηςgoat-pasture: masc nom sg (epic)βόται, βότηςgoat-pasture: masc nom /voc plβότᾱͅ, βότηςgoat-pasture: masc dat sg (doric aeolic) -
16 βότα
βότᾱ, βότηςgoat-pasture: masc nom /voc /acc dualβότηςgoat-pasture: masc voc sgβότᾱ, βότηςgoat-pasture: masc gen sg (doric aeolic)βότηςgoat-pasture: masc nom sg (epic) -
17 βότας
βότᾱς, βότηςgoat-pasture: masc acc plβότᾱς, βότηςgoat-pasture: masc nom sg (epic doric aeolic) -
18 αγροβοτης
-
19 αιγιβοτης
-
20 βουβοτης
См. также в других словарях:
βότης — goat pasture masc nom sg βοτέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῶν — βότης goat pasture masc gen pl βοτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) βοτόν beast neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότου — βότης goat pasture masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότ' — βότα , βότης goat pasture masc voc sg βότα , βότης goat pasture masc nom sg (epic) βόται , βότης goat pasture masc nom/voc pl βότᾱͅ , βότης goat pasture masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότα — βότᾱ , βότης goat pasture masc nom/voc/acc dual βότης goat pasture masc voc sg βότᾱ , βότης goat pasture masc gen sg (doric aeolic) βότης goat pasture masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποβότης — ἱπποβότης, ὁ (Α) 1. αυτός που τρέφει ίππους 2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται ονομασία τών ευγενών, φορέων τής ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
μηλοβότης — μηλοβότης, δωρ. τ. μηλοβότας, ὁ (Α) ποιμένας προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
ορφοβότης — ὀρφοβότης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] … Dictionary of Greek
υοβότης — Α (κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek