-
1 βραχέος
βραχύςshort: masc /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
2 βραχύς
A (Thess.): [comp] Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): [comp] Sup. βραχύτατος, βράχιστος:— short,1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg. 718e, etc.; [ αἰών] prob. in B.3.74;βίος Hdt. 7.46
;καιρός Call.Epigr.9
; , Pers. 713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr. 505, v.l. in Pers. 713; ἐν βραχεῖ ([dialect] Ion. βραχέϊ ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp. 217a codd.;διὰ βραχέος Th.2.83
; ; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6;ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17
; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: [comp] Comp.,ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5
;τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10
;βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7
. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.2 of Size, short, small,μορφάν β. Pi.I.4(3).53
; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach.., ib.7(6).44;β. τεῦχος S.El. 1113
, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to.., Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph. 241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly,φυγεῖν Alciphr.3.5
; ; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El. 673;ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59
;ἐν βραχυτέροις Pl.Grg. 449c
; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt. 336a;ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3
, Lys.16.9, cf. Pl.Grg. 449c;ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18
. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC 880;τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl. 613
;β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1
; of things, petty, trifling,ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT 121
; ; ; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El. 1304;οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78
, cf. 140;β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76
;β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17
;οὐσία Is.10.25
: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat. 4b34, Rh. 1409a18, Po. 1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign ?βραχύςX, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.) -
3 διατριβή
διατρῐβή, ἡ,A wearing away, esp. of Time, way or manner of spending,χρόνου τε διατριβὰς.. ἐφηῦρε.. πεσσοὺς κύβους τε
pastimes,S.
Fr.479.2: hence, abs.,1 pastime, amusement, Ar.Pl. 923, Alex. 219.4, etc.;ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71
;γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινί Aeschin.1.175
, cf. Plu.Tim.11;τοῦ συμποσίου δ. Alex.185
;παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ.
materiem jocandi,Plu.
Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4.2 serious occupation, study, etc.,τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c
;διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11
, cf. Is.11.37;πρός τι Aeschin.2.38
; ;ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a
.b discourse,τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap. 37d
, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.;αἱ πολιτικαὶ δ. D.H.10.15
.c short ethical treatise or lecture,δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5
, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc.d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5;Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579
;Ἐπικούρου δ. Numen.
ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school,ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr. 217
, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b.3 way of life, passing of time,δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu. 1055
;δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32
; ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. stay there, Pl.Ep. 337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν δ., ἐν τῇ γῇ, Arist. HA 487a20, Resp. 474b26;διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατ ρίβειν Aeschin. 1.147
.II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph. 751, etc.;δ. ποιεῖσθαι Isoc.4.164
: pl.,δ. καὶ μελλήσεις Th.5.82
; χρόνου δ. ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.;ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20
; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4.V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατριβή
-
4 κάρτα
κάρτᾰ (cf. κράτος), Adv., freq. in [dialect] Ion. and Trag., rare in Com. and [dialect] Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,A very, extremely; with Verbs, very much;κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16
;ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3
; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80;κ. δεόμενος Id.8.59
;κ. ὀξύ Hp. Acut.58
;κ. πρευμενεῖς A.Ag. 840
;κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch. 174
;εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr. 1218
;ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med. 328
, cf. 222, etc.; once in Pl.,πηλοῦ κ. βραχέος Ti. 25d
; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av. 342 (troch.).2 surely, in very deed,κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413
; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th. 658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu. 738;κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th. 939
(lyr.); ἦ κ. Id.Ag. 592, 1252, S.El. 312, 1278, etc.;σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22
.3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement,τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος.. καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125
; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι.. ; Answ.καὶ κ... S.OC65
; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο.. ; Answ.καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90
; once in Ar.,καὶ κ. μέντἂν.. καθείλκετε Ach. 544
; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance,ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191
, cf. 3.104, 6.52. -
5 ἄξιος
A counterbalancing, cf.ἄγω v1
: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen.,βοὸς ἄ. Il.23.885
; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together— worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21;πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719
; so πολλοῦ ἄ. worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp. 185b, etc.;πλείονος ἄ. Id.Phdr. 235b
, etc.;πλείστου ἄ. Th.2.65
, Pl.Grg. 464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr. 275, Pl.Sph. 216c; παντὸς ἄ., c. inf., Ar.Av. 797; λόγου ἄ., = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄ., Plu.2.35a,172e:—opp. to these areοὐδενὸς ἄ. Thgn.456
;ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb. 64d
; , etc.; , etc.; ; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14;πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol. 1306b12
; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of.., D.27.10.2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318;πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562
;βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14
.3 abs., worthy, goodly,ἄξια δῶρα Il.9.261
; ἄ. ὦνος a goodly price, Od.15.429; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383;φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2
.b in [dialect] Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq. 672, 895: [comp] Comp., ib. 645;ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18
;ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3
, cf. X.Vect.4.6.4 deserved, meet, due, , X.Oec.12.19;χάρις Id.HG1.6.11
; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag. 1527, cf. E. Ion 735.5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107.6 sufficient for, c. gen.,ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27
.7 αἰδοῦς ἀξίαν.. τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael. 291b25.II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445;ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu. 435
; .2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med. 1124, Or. 1326, Heracl. 507;ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ..; X.Ages.10.3
: c. gen. pers., ;ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80
;ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5
.b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec. 309;πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach. 633
;ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81
;θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1
, cf. 1.2.62;εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217
;χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10
; laterτιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3
.3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76;τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag. 531
;ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj. 924
; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol. 1254b36; alsoἄ. σέβειν E.Heracl. 315
(Elmsl.).b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to..,ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec. 324
;ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19
: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht. 143e.c laterἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27
.4 ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due,ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446
;ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14
: later c. [tense] fut. inf.,ἄ. διαπορήσειν Did.
in D.9.15.b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν νο̄ρα 'tis meet for the city, is worth her while.., Ar.Ach. 205;τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu. 1074
, cf. Av. 548;ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq. 616
; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him.., An.2.3.25.c the inf. is sts. omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sts. the dat., ἄξιόν ἐστι operae pretium est, it is worth while,ἐνθυμηθῆναι D.1.21
;γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc. 628
.III Adv. ἀξίως, c. gen.,ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112
;οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Id.3.125
; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.;τῆς ἀσικίας Th.3.39
; ἀ. τοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT 133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve, Th.3.40.
См. также в других словарях:
βραχέος — βραχύς short masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
εκτένεια — η (Α ἐκτένεια και ἐκτενία) αρχ. 1. ζήλος, προθυμία, επιμονή 2. σοβαρότητα 3. αφθονία 4. έκταση, άπλωμα 5. η ιδιότητα τού εκτενούς 6. συνέχεια 7. γραμμ. η κατά τους ινδοευρ. χρόνους έκταση ενός τονιζόμενου βραχέος φωνήεντος τελικής συλλαβής… … Dictionary of Greek
εκτατικός — ή, ό (Α ἐκτατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες») μσν. επίρρ. ἐκτατικῶς με έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό αρχ. 1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση 2. αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek
εκτεταμένως — και εκτεταμένα (Α ἐκτεταμένως) νεοελλ. σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, εκτενώς, ευρέως, διεξοδικώς αρχ. 1. γραμμ. με έκταση τού βραχέος φωνήεντος σε μακρό («ἐκτεταμένως εἴρηκε καρῑδα», Αθήν.) 2. Κατά τον Ησύχ. «ἡπλωμένως» … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
ισορρεπής — ἰσορρεπής, ές (ΑΜ) ισορροπημένος, λογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο ρρεπής, οξυ ρρεπής] … Dictionary of Greek
ισορροπή — ἰσορροπή, ἡ (Α) ισορροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ροπή (< ρέπω) με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος] … Dictionary of Greek