-
1 βραγχία
βραγχίᾱ, βραγχιάωpres imperat act 2nd sgβραγχίᾱ, βραγχιάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 βράγχια
βράγχιονfin: neut nom /voc /acc pl -
3 βραγχιάσω
βραγχιά̱σω, βραγχιάωaor subj act 1st sg (attic doric)βραγχιά̱σω, βραγχιάωfut ind act 1st sg (attic doric)βραγχιά̱σω, βραγχιάωaor ind mid 2nd sg (attic doric) -
4 βραγχιάτην
βραγχιά̱την, βραγχιάωimperf ind act 3rd dual (homeric ionic) -
5 βράγχι'
βράγχια, βράγχιονfin: neut nom /voc /acc pl -
6 βράγχος
Grammatical information: m.Meaning: `hoarseness, angina' (Hp.),Other forms: also βάραγχος (Hippon.), βράγχη f. (Xenocr.) `id.' and βραγχία ἡ περιτράχηλος ἀλγηδών H.Derivatives: βραγχαλέος `hoarse' (Hp.), βραγχός `id.' (AP). - βραγχάω, βραγχιάω `have a sore throat' (Arist.); βραγχιάζοισθε πνίγοισθε H. - Separate βράγχια pl. `gills of fishes, bronchial tubes', also βαράγχια, βαράχνια (Hdn.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The resemblance with βρόγχος `windpipe' may have caused the transition of the meaning of βράγχια. Fur. 128 connects βραχώδης τραχύς H. and βρακίας τραχεῖς τόπους H. (and βαρακινῃ̃σιν ἀκάνθαις. σκόλοψι H.); this gives βρακ-\/ βραχ-\/ βραγχ-, variations that are typical Pre-Gr. The aorist βραχεῖν `rattle, clash' (Johansson KZ 36, 345f.) may also be connected: produce a raw sound. The secondary vowel of βάραγχος (Schwyzer 278, 831) is phonetically easy, but also frequent in Pre-Gr. words (Fur. 378-385). - Outside Greek one adduces OIr. brong(a)ide `hoarse' (Fick 2, 186). -Page in Frisk: 1,262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράγχος
-
7 βραγχιάν
βραγχιάωpres part act masc voc sg (doric aeolic)βραγχιάωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)βραγχιάωpres part act masc nom sg (doric aeolic)βραγχιᾶ̱ν, βραγχιάωpres inf act (epic doric)βραγχιάωpres inf act (attic doric)——————βραγχιάωpres inf act -
8 βράγχος
βράγχος, ὁ,A hoarseness or sore throat causing hoarseness, Hp.VM 19 (pl.), al., Th.2.49: pl., Arist.Pr. 860a30,37.2 a disease in swine (either anthrax or foot-and-mouth disease), Id.HA 603a31.II βράγχος, τό, in pl., = βράγχια, Opp.H.1.160; but βράγχος, ὁ, in Ptol.Alm.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βράγχος
-
9 δίστοιχος
δί-στοιχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίστοιχος
-
10 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
11 καταστέλλω
A (for [dialect] Aeol. forms v. κασπολέω): —put in order, arrange, [ πλόκαμον] E. l. c.; equip, clothe, dress,κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλει Ar.Th. 256
, cf. Plu.2.69c.II let down, lower,τὰς ῥάβδους D.H.8.44
; κ. τὰ βράγχια shut them, Plu.2.979c; press down,τὴν γλῶσσαν Gal.15.792
.2 repress, restrain, ;τὸν ὄχλον Act.Ap.19.35
, cf. Wilcken Chr. 10 (ii B.C., prob.);κ. τὰς ἐπιθυμίας Phld.Rh.2.284
S., cf. Arr.Epict.3.19.5;τοὺς νέους Plu.2.207e
, cf. 547b, etc.:—[voice] Pass.,ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Apollod.Com.18
; of persons, to be placed under restraint, reduced to order, PTeb.41.21 (ii B.C.), BGU1192.5 (i B.C.); also κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι of calm, sedate character, opp. τολμηρός, D.S.1.76, cf. Arr.Epict.4.4.10;κατεσταλμένον ἦθος D.S.10.3
;κατέσταλται πρὸς τὸ κόσμιον Plu.Comp.Lyc.Num.3
, cf. Ael.NA4.29, Arr. Epict.3.23.16.3 Medic., reduce,τὰ ὑπερσαρκοῦντα Dsc.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστέλλω
-
12 περιτράχηλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτράχηλος
-
13 συνάπτω
I in physical sense, Χειρὶ Χεῖρα, of dancers, Ar.Th. 955 (lyr.); ξ. καὶ ξυνωρίζου Χέρα, in sign of friendship. E.Ba. 198, cf. IA 832, Pl.Lg. 698d; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν Χεῖρα) E.Ph. 106; but σ. Χεῖρέ τινος ἐν βρόχοις bind them fast, Id.Ba. 615 (troch.), cf. 546 (lyr.); ξ. πόδα, σ. ἴχνος τινί, meet him, Id. Ion 538 (troch.), 663;πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ Id.Ph.37
; δρόμῳ ς. meet in full career, ib. 1101; ξ. κῶλον τάφῳ approach the grave, Id.Hel. 544;φόνος ξ. τινὰ γᾷ Id.Ph. 673
(lyr.); ξ. βλέφαρα κόραις close the eyes, Id.Ba. 747; στόμα ς. kiss one, Id.IT 375; κακὰ κακοῖς ς. link misery with misery, Id.HF 1213 (lyr.); κακὰ ξ... τινί link him with misery, Id.Med. 1232; prov., σ. λίνον λίνῳ join thread to thread, i.e. compare things of the same sort, Stratt.38, Pl.Euthd. 298c, Arist.Ph. 207a17, cf. Sch.Pl.l.c.; also δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ ς. E.IT 488, cf. Hipp. 515; κοινὴν ξ. δαῖτα παιδί share with him a common meal, Id. Ion 807 (troch.).2 metaph. of combination in thought,σ. αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Pl.R. 588d
;σ. ἐν τοῖς λόγοις Id.Sph. 252c
;ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτον αὐτάς Arist.Fr.17
;εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια Id.Metaph. 1027b32
(διαιρεῖ Alex.Aphr.
); ἀδύνατα ς. Id.Po.1458a27, cf. Phld.Sto.Herc.339.13;σ. τὸ γίγνεσθαί θ' ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Alex.149.18
; σ. μηχανήν frame a plan, A.Ag. 1609, cf. E.Hel. 1034; σ. ὄναρ εἴς τινα connect it with him, refer it to him, Id.IT[59];σ. λόγον πρός τι D.60.12
;πρὸς τὸ ἄκρον οὐ σ. τὸν συλλογισμόν Arist. APr. 69a18
; σ. ἀλλήλοις τό τ' ἐκστάντες καὶ τὸ ὀξέως" take together, Gal.16.547; συνῆψε τὸν λόγον he continues as follows, Id.15.148; but σ. τὸν λόγον, abridge, Theopomp.Com.22: c. acc. et dat., associate with or attribute to,τί τινι Epicur.Nat.11.9
, Sent.Vat.39, Demetr.Lac.Herc.1055.15, cf. Phld.Sign.20:—[voice] Pass.,συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἄλλου Pl.Sph. 245e
, cf. Phd. 60b (v.l.), Epicur.Ep.2p.37U., Nat.28.11; of the words of a sentence,συνάπτεσθαι ἀλλήλοις Gal. 16.546
.II with regard to persons,1 in hostile sense, σ. τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην bring them into action, Hdt.5.75; ἐλπὶς.. ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε has engaged them in conflict, E.Supp. 480; so συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in.., Id.Ba. 1303; for S.Aj. 1317, v. συλλύω 11.b σ. μάχην join battle, Hdt.6.108;στρατεύματι A.Pers. 336
, cf. E.Heracl. 808;σ. πόλεμον πρός τινας Th. 6.13
;συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν E.Hel.55
, cf. Hdt.1.18;τοῖς σοφοῖς εὐκτὸν σοφῷ ἔχθραν συνάπτειν Id.Heracl.459
;σ. ἀλκήν Id.Supp.683
; also (without μάχην), engage, Hdt.4.80, cf. Ar.Ach. 686 (troch.);σ. συνάψεις LXX 4 Ki.10.34
;σ. φασγάνων ἀκμάς E.Or. 1482
(lyr.); ; οὐκ εὐθὺς συνῆψε τὰς ἀπορίας has not immediately rejoined by stating the difficulties, Procl. in Prm.p.533 S.: abs., approach, make contact, Plu.Tim.25:—[voice] Pass.,μοι πρός τινας νεῖκος συνῆπτο Hdt.7.158
, cf. 6.94.2 in friendly sense, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί enter into conversation with him, Ar.Lys. 468 (cf. infr. B.11.1);φιλία σ. τοὺς καλούς τε κἀγαθούς X.Mem.2.6.22
:—[voice] Pass., παλλακαῖς συνημμένος, of Aristotle, App.Anth.5.11.b c. acc. rei,σ. μῦθον E.Supp. 566
;σ. ὅρκους Id.Ph. 1241
;κοινωνίαν X.Lac.6.3
;φιλίαν πρός τινα D.H.19.13
, cf. 2.30; freq. in E., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, form an alliance by marriage, Ph. 1049 (lyr.), 49, Andr. 620, etc.; ;τὸν ἔρωτα τῇ κούρῃ Aret.SD1.5
:—in [voice] Med., κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός get one's daughter married, Th. 2.29:—[voice] Pass.,οἱ γάμοι συνήφθησαν PLips.41.7
(iv A.D.);ᾧ συνήφθην ἐκ παρθενίας PSI1.41.5
(iv A.D.); συναφθεῖσά μοι ὡς γαμετή,.. συνήφθην σοι πρὸς γάμου καὶ βίου κοινωνίαν, PMasp.153.5,8 (iv A.D.);μὴ πρὸς γάμον ἡ παῖς καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη Chor. p.227
B.III Math., esp. in [tense] pf. [voice] Pass., ὁ λόγος συνῆπται ἔκ τε τοῦ.. καὶ τοῦ.. the ratio is compounded of.., Archim.Sph.Cyl.2.4, al.; ἀναλογία συνημμένη continued proportion (cf.συνεχής 1.3
), Nicom.Ar.2.21; συνημμένη μεσότης geometric mean, ibid.2 in Music, συνημμένα τετράχορδα conjunct tetrachords, Plu.2.1029a; ἡ συνημμένων νήτη ib. 1137c.3 in Logic, συνημμένον ἀξίωμα or τὸ σ., hypothetical proposition as premiss in a syllogism. Chrysipp.Stoic.2.68, Phld.Sign.32, S.E.M.8.109, Gell.16.8.9: pl., Plu.2.43c, Procl. in Prm. p.533 S.; κοῖα συνῆπται; what conclusion follows? Call.Fr.70.3:—cf.συνάρτησις 11
.B intr.:I in local sense, border on, lie next to, ;Τήνῳ συνάπτουσ' Ἄνδρος A.Pers. 885
(lyr.); γεώλοφοι συνάπτοντες [ τῷ ποταμῷ] reaching to.., Plb.3.67.9; .7 (iii B.C.); [τῆς τραχείας ἀρτηρίας] τὸ συνάπτον τῷ στόματι πέρας Gal.6.421
; ποταμοῦ στόμα συνάπτον θαλάττῃ ib.712;αὗται μὲν σ., αἱ δ' ἄλλαι ἀσύναπτοι Arist.HA 516a30
; δύο πόροι εἰς ἓν ς. ib. 508a13; τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις ib. 507a5; ἡ κοιλία σ. πρὸς τὸ στόμα ib. 507a28; of the sides of a cone,πρὸς μίαν κορυφὴν συνάπτειν Thphr.Vert.4
.2 of Time, to be nigh at hand,ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;σ. πρὸς τὸν Χειμῶνα Hp.Aph.2.25
;συνάψαντος τοῦ Χρόνου Plb.2.2.8
;συνάψαντος τοῦ καιροῦ Id.6.36.1
, etc.3 metaph., σ. ἐν αὐτῇ πάνθ' ὅσα δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν meet together, Arist.EN 1156b18; οὐ σ. [ αὗται αἱ φιλίαι] do not combine, ib. 1157a34; to be connected with, τῷ γένει αἱ ἰδέαι ς. Id.Metaph. 1042a15;σ. πρός τι Id.Pol. 1276a7
, Cat. 4b26, APr. 41a1; attach, Id.HA 580a15; λύπη σ. [ τῷ θεραπεύειν] E.Hipp. 187 (anap.), cf. Chrysipp.Stoic.2.174; ὁ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ will border upon death, Epicur.Fr. 448; σ. εἴς τι have reference to, Thphr.CP6.1.2.II of persons, ξ. λόγοισιν enter into conversation, S.El.21;ἐς λόγους σ. τινί E.Ph. 702
; σ. εἰς Χορεύματα join the dance, Id.Ba. 133 (lyr.); ἐς Χεῖρα γῇ come close to land, Id.Heracl. 429; σ. εἰς τὸν καιρόν come in just at the right time, Plb.3.19.2; σ. τοῖς ἄκροις reach, them, Id.3.93.5, etc.;σ. εἰς Σελεύκειαν Id.5.66.4
;πρὸς τὴν παρεμβολήν Id.3.53.10
, etc.2 τύχα ποδὸς ξυνάπτει (s.v.l., - πτοι Murray) μοι, i.e. I have come fortunately, E.Supp. 1014 (lyr.).3 Astrol., of a heavenly body, to be in conjunction ([etym.] συναφή) with another, Nech. ap. Vett.Val.280.2, Ptol.Tetr.52, PMag. Leid.W.24.15, Man.2.452, Paul.Al.H.1.C [voice] Med., unite for oneself and so form,φιλίαν D.S.13.32
;κῆδος D.C.41.57
; v.supr.A.11.2b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάπτω
-
14 ἀντί
ἀντί, Prep. governing gen.:—orig. sense,A over against. (Cf. Skt. a/nti 'opposite', 'facing', Lat. ante, etc.)A USAGE:I of Place, opposite, over against, formerly quoted from several places of Hom., as Il.21.481 ἀντὶ ἐμεῖο (where now ἀντί' ἐμεῖο, i.e. ἀντία) Τρώων ἄνθ' ἑκατόν (i.e. ἄντα) 8.233; so ἄντ' Αἴαντος (i.e. ἄντα) 15.415, cf. Od.4.115, Hes.Op. 727; but ἀντί is so used in X.An.4.7.6, IG2.835 c-l68; αἱ ὀπαὶ αἱ γιγνόμεναι ἀ. τόρμων mortises facing tenons, Hero Bel.97.5; ἀντὶ μαιτύρων in the presence of witnesses, Leg.Gort.1.40;ἀντὶ τῆς ὄψεως ἡμῶν Eudox. Ars18
.II of Time, ἀντὶ νυκτός the same night, SIG1025.43 ([place name] Cos);ἀντὶ ϝέτεος GDI2561
A45 (Delph.);ἀντ' ἐνιαυτοῦ IG5(2).266.8
(Mantinea, i B.C.); ἀνθ' ἡμέρας· δι' ὅλης τῆς ἡμέρας, Hsch.; cf. ἀντετοῦς.III instead, in the place of,Ἕκτορος ἀντὶ πεφάσθαι Il.24.254
;ἀντὶ γάμοιο τάφον Od.20.307
; so laterπολέμιος ἀντὶ φίλου καταστῆναι Hdt.1.87
;ἀντὶ ἡμέρης νὺξ ἐγένετο Id.7.37
;ἀντὶ φωτῶν σποδός A.Ag. 434
; , cf. 4.20, 7.75;βασιλεύειν ἀντί τινος X.An.1.1.4
; alsoἀντὶ ἄρχεσθαι ὑπ' ἄλλων ἄρχειν ἁπάντων Hdt.1.210
, cf.6.32, 7.170 (where the usual constr. would be ἀντὶ τοῦ ἄρχεσθαι, cf. Th.7.28, X.Cyr.6.2.19, etc.); : sts. used elliptically, ἦ 'τολμήσατ' ἀντ' ἐμοῦ δοῦναί τινι; i.e. ἀντὶ τοῦ ἐμοὶ δοῦναι, S.Ph. 369, cf. OC 448, Ar.Av.58.2 in Hom. often to denote equivalence, ἀντί νυ πολλῶν λαῶν ἐστιν ἀνήρ he is as good as many men, Il.9.116; ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνος.. τέτυκται a guest is as much as a brother, Od.8.546; ἀντί τοί εἰμ' ἱκέταο I am as a suppliant, Il.21.75, cf. 8.163; so later τοῦτό σφι ἀντὶ λουτροῦ ἐστί serves as a bath, Hdt.4.75; ὑπάρχειν ἀντὶ τῶν ἔνδον to be as hostages for.., Th.2.5; δουλεύειν ἀντὶ ἀργυρωνήτων just like bought slaves, D.17.3;ἀντὶ [πλεύμονος] βράγχια Arist. PA 669a4
.3 to denote exchange, at the price of, in return for,σοὶ δὲ θεοὶ τῶνδ' ἀντὶ χάριν.. δοῖεν Il.23.650
; νῆσον ἀντὶ χρημάτων παρέλαβον for money paid, Hdt.3.59;ἀντ' ἀργυρίου ἀλλάξασθαι Pl.R. 371d
;ἀμείβειν τι ἀντί τινος Pi.P.4.17
, cf. E.Or. 646, 651;ἀντὶ ποίας εὐεργεσίας; Lys.6.40
, etc.;τί δ' ἐστὶν ἀνθ' οὗ..; S.Ant. 237
;ὄνειδος ἀνθ' ὅτου Id.OC 967
; δοίην ἀντ' ἀνιῶν ἀνίας grief for grief, Thgn.344;ἀντ' ἀγαθῶν ἀγαθοῖσι βρύοις A.Supp. 966
:—hence wherefore,A.
Pr.31, S.OT 264, Th.6.83, Ev.Luc.12.3; therefore,Ep.Eph.
5.31; but ἀνθ' ὧν also for ἀντὶ τούτων ὄτι.., because, S.Ant. 1068, Ar.Pl. 434;ἀντὶ τοῦ;
wherefore? why?S.
OT 1021; alsoἀνθ' ὧν ὅτι ἦτε..
instead of being as you were.., De.28.62.5 to mark comparison, ἓν ἀνθ' ἑνός one set against the other, compared with it, Pl.R. 331b, Lg. 705b; χάριν ἀντὶ χάριτος, i.e. ever-increasing grace, Ev.Jo.1.16; in preference to,ἀφνεὸν βούλεται ἀντ' ἀγαθοῦ Thgn.188
;ἀντὶ αὐλοῦ καὶ ἀντὶ κιθάρας ὁ ἦχος ἀκούεται Demetr.Eloc. 71
;αἱρεῖσθαί τι ἀντί τινος Isoc.9.3
, D.1.1, cf. X.Lac.9.1: even after Comparatives,πλέον ἀντὶ σοῦ S.Tr. 577
;μείζον' ὅστις ἀντὶ τῆς αὑτοῦ πάτρας φίλον νομίζει Id.Ant. 182
; so (esp. after a neg.)ἄλλος ἀντ' ἐμοῦ A.Pr. 467
, S.Aj. 444, Ar.Nu. 653;δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν ἠγαπηκώς Plu.Alex.42
.B POSITION: ἀντί rarely follows its case, as in Il.23.650, A. Ag. 1277, Ig5(1).1119 (Geronthrae, iv B.C.), AP7.715 (Leon.); but the Gramm. hold that it never suffers anastrophe.C IN COMPOS. it signifies,1 over against, opposite, as ἀντιβαίνω, ἀντίπορος.2 against, in opposition to, as ἀντιλέγω, ἀντίβιος.3 one against another, mutually, as ἀντιδεξιόομαι.4 in return, as ἀντιβοηθέω.5 instead of, as ἀντιβασιλεύς, ἀνθύπατος.6 equal to, like, as ἀντίθεος, ἀντίπαις, ἀντίδουλος.7 corresponding, counter, as ἀντίφορτος, ἀντίτυπος. -
15 ἐμβράγχια
ἐμβράγχια, τά,=Aβράγχια, θύννου Gp.20.46.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβράγχια
См. также в других словарях:
βραγχία — βραγχίᾱ , βραγχιάω pres imperat act 2nd sg βραγχίᾱ , βραγχιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους … Dictionary of Greek
βράγχια — τα τα αναπνευστικά όργανα πολλών υδρόβιων ζώων, τα σπάραχνα των ψαριών: Από τα βράγχια καταλαβαίνουμε αν τα ψάρια είναι φρέσκα ή μπαγιάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράγχια — βράγχιον fin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραγχιάσω — βραγχιά̱σω , βραγχιάω aor subj act 1st sg (attic doric) βραγχιά̱σω , βραγχιάω fut ind act 1st sg (attic doric) βραγχιά̱σω , βραγχιάω aor ind mid 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραγχιάτην — βραγχιά̱την , βραγχιάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράγχι' — βράγχια , βράγχιον fin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… … Dictionary of Greek
αβράγχιος — α, ο [βράγχια] 1. ο δίχως βράγχια 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που δεν έχει καταφανή βράγχια … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek