-
1 βουλῆς
(βουλῆς, ῆντος, zsgz. aus βουλήεις, Rathsherr, fälschlich angenommenes Wort; denn βουλῆς ὤν Thuc. 3, 70 u. ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus. 5, 20, 8 ist gen. von βουλή, aus dem Rathe.)
-
2 βουλής
βουλεύςmasc nom plβουλεύςmasc nom /voc plβουλήwill: fem gen sg (attic epic ionic)——————βουλήwill: fem dat pl (epic) -
3 Βουλής
-
4 Βουλῆς
-
5 βουλῆς
Βλ. λ. βουλής -
6 βουλῇς
Βλ. λ. βουλής -
7 Βούλης
Βούλιςfem nom /voc pl (doric aeolic) -
8 βουλῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βουλῆς
-
9 κοινο-βούλης
κοινο-βούλης, ὁ, der gemeinschaftlich Berathschlagende, Hesych.
-
10 ἀ-βουλής
-
11 Μεγάλης Βουλής Άγγελος
Μεγάλης Βουλής Άγγελος οАнгел Великого Совета – одно из символических наименований Христа, заимствованное из Ветхого Завета (Исх. 9, 6). Послужило источником для особого типа изображения Христа в виде архангела с крыльями, которое встречается как самостоятельно, так и в составе различных символико-догматических композиций («Сотворение мира», «И почил Бог в день седьмый…»)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μεγάλης Βουλής Άγγελος
-
12 βουλή
βουλή, ἡ, [dialect] Dor. [full] βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, [dialect] Aeol. [full] βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.2 counsel, design,βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652
, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.;κακὴ β. Hes.Op. 266
;πρᾶτος.. καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658
([place name] Ithaca);νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12
(butἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35
);ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78
; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.;β. διδόναι X. Cyr.7.2.26
;β. προτιθέναι περί τινος D.18.192
;β. ἄγειν Polyaen.7.39
; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον .. D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri. 49d;βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN 1142b16
: in pl., counsels, A.Pr. 221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716.II Council of elders, Senate,βουλ ὴν ἷζε γερόντων Il.2.53
, cf. Od.3.127, A.Ag. 884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V. 590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (orἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20
, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; alsoβ. ἀπὸ κυάμου Th.8.66
); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. [full] βουλῆς, ὁ); ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8
;ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1
. -
13 χρεώ
χρεώ, ἡ, ep. χρειώ, gen. χρεόος, zsgz. χρεοῦς, – Bedürfniß, Bedarf, Nothdurft, Noth, dah. Verlangen, dringender Wunsch; oft bei Hom.: ἦ τι μάλα χρεώ, fürwahr, Etwas ist sehr Noth, Il. 9, 197, vgl. 10, 172; χρειοῖ ἀναγκαίῃ, aus dringender, zwingender Noth, 8, 57; χρειὼ ἐμεῖο, das Bedürfniß meiner, Verlangen, Sehnsucht nach mir, 1, 341, vgl. Od. 4, 634; ἵν' οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν, wo kein Ankertau Noth thut, 9, 136; – χρειὼ ἱκάνεται, das Bedürfniß kommt, entsteht, Il. 10, 118. 142. 11, 610 Od. 6, 136; auch χρειὼ γίγνεται, Il. 1, 341; – c. acc. der Person, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι Od. 5, 189; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει 2, 28; ἐμὲ δέ χρεὼ γίγνεται νηός, mich trifft, überkommt das Bedürfniß des Schiffes, 4, 634, wo γίγνεσϑαι wie ein Verbum der Bewegung mit dem acc. verbunden ist; und sogar bei εἶναι steht dieser acc., οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχοῆς Il. 21, 322; – mit Auslassung des Verbums steht so nur χρεώ, nicht χρειώ: τίπτε δέ σε χρεώ; sc. ἱκάνει od. ἔχει, warum doch trifft dich die Noth? Od. 1, 225 Il. 10, 85; u. wie hier auch χρή stehen könnte, so wird χρεώ τινά τινος wie χρή construirt, οὔτι με ταύτης χρεὼ τιμῆς, mich trifft das Bedürfniß dieser Ehre nicht, ich bedarf ihrer nicht, sie thut mir nicht Noth, 9, 608; eben so χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σέ, mir und dir thut guter Rath Noth, 10, 43; μάλα δὲ χρεὼ πάντας Ἀχαιοὺς ἐσϑλῆς καὶ πυκινῆς βουλῆς 9, 75; τί δέ σε χρεὼ ἐμεῖο; was bedarfst du meiner? 11, 601; statt des gen. steht auch der inf., τὸν δὲ μάλα χρεὼ ἑστάμεναι κρατερῶς, den trifft sehr das Bedürfniß, dem thut es sehr Noth, fest zu stehen, 11, 409, wo ebenfalls χρεώ ganz gleich mit χρή construirt ist; vgl. τῷ με μάλα χρεὼ Θέτιδι ζωάγρια τίνειν 18, 406; τῷ καί σε διδασκέμεν οὔτι μάλα χρεώ 23, 308; οὐδέ τί μιν χρεὼ νηῶν ἐπιβαινέμεν Od. 4, 707; ἐμὲ δὲ χρεὼ ϑᾶσσον ἱκέσϑαι 15, 201; einmal findet sich solche Ellipse auch bei Eur. Hec. 970, vgl. Vors. Eur. Or. 659. – Sp. auch = das Geschäft, ἤδη γὰρ χρειὼ κεκράανται Ap. Rh. 4, 193. – Nothwendigkeit, Schicksal, ϑελκτήριος χρειω πόϑοιο ib. 3, 33. – [Χρεώ ist bei Hom. immer einsylbig auszusprechen, u. Il. l 1, 606 vor einem Vocale sogar kurz gebraucht.]
-
14 βουλη
дор. βουλά и βωλά, эол. βόλλα ἥ1) воля, желание, решение, замысел(Διὸς ἐτελείετο β. Hom.)
2) мнение, намерение(τούτοις οὐκ ἔστι κοινέ β. Plat.)
3) совет, наставление(ἀγαθή Hom.; ὀρθότης βουλῆς Arst.)
λαβεῖν τι βουλαῖς τινος Soph. — достигнуть чего-л. благодаря чьим-л. советам4) размышление, обсуждение(περί и ὑπέρ τινος Plat., Dem.)
ἐν βουλῇ ἔχειν τι Hom. — обсуждать что-л.;βουλέν διδόναι Her. — обдумывать, Xen. давать время на размышление5) совещание, совет, совещательный орган(γερόντων Hom.; βουλέν καταρρίψαι Aesch.; ἥ ἐν Ἐπιοάμνῳ β. Arst.)
6) ( в Афинах)(тж. ἥ β. τῶν πεντακοσίων Arst. или ἥ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.) Совет Пятисот, буле, государственный совет ( решения которого должно было утверждать народное собрание - ἐκκλησία или δῆμος)
βουλῆς εἶναι Thuc. — быть членом Совета Пятисот7) (преимущ. ἥ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ β. Xen., Aeschin., Arst., Plut., тж. ἥ ἄνω β. Plut.) Ареопаг, высшее судилище ( в Афинах),8) поздн. (в Риме, тж. σύγκλητος) сенат -
15 προγράφω
προγράφω [ᾰ],A write before or first,τὰς αἰτίας προὔγραψα πρῶτον Th.1.23
; write before or above, Ep.Eph.3.3;αἱ προγεγραμμέναι λέξεις Hipparch.1.7.5
;κατὰ τὰ -γεγραμμένα PPetr.3p.179
(iii B.C.); before-mentioned,Plu.
2.1018c.2 write as a copy, Poll.4.18.II set forth as a public notice,π. τι ἐν πινακίοις Ar.Av. 450
; π. κρίσιν, δίκην τινί, give notice of a trial, D.47.42, Plu. Cam.11 ([voice] Pass.); appoint or summon by public notice,ἐκκλησίας Aeschin. 2.60
,61; χορηγοὺς π. appoint as choregi, Arist.Oec. 1352a1;π. τινὰ [κληρωθησόμενον τ]ῆς φυλῆς ἣν ἂν βούληται Supp.Epigr.4.183.15
(Halic., iii B.C.);π. τοὺς λειτουργήσοντας IG5(1).1390.73
, cf. 74 ([voice] Pass., Andania, i B.C.);στρατιᾶς κατάλογον Plu.Cam.39
;φρουρᾶς ἡμῖν προγραφείσης D.54.3
;π. ὅσα δεῖ χρηματίζειν τὴν βουλήν Arist. Ath.43.3
; ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι ib.53.7; οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς.. Χριστὸς προεγράφη was proclaimed or set forth publicly, Ep.Gal.3.1, cf. Supp.Epigr.4.263.13, 15 (Panamara, i A.D.):—[voice] Med.,περὶ ὧν προεγράψατο εἰς τὴν βουλήν Milet.6.43
(iii B.C.), cf. SIG562.3(Paros, iii B.C.), etc.2 give written notice of sale,παρὰ τῇ ἀρχῇ Thphr.Fr.97.1
, cf. Plu.2.205c; sell by auction,ἐν τῷ πραιτωρίῳ τὰ κτήματα D.C.51.4
.3 = Lat. proscribere,π. τινὰς φυγάδας Plb.32.5.12
; οἱ προγεγραμμένοι the proscribed, ib.6.1;οἱ π. ὑπὸ Σύλλα Str.5.2.6
;οἱ προγραφέντες D.C.47.13
;οἱ προγραφέντες ἐπὶ θανάτῳ Plu.Brut.27
: metaph., οἱ προγεγρ. εἰς τοῦτο τὸ κρίμα those whose names have been registered for condemnation, Ep.Jud.4.III write a name at the head of a list,π. τινὰ ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων Plu. Demetr.10
; τῆς βουλῆς π... Μάρκον, of the censor, name Marcus princeps senatus, Id.Aem.38, cf. Flam.18:—[voice] Pass.,προγράφεσθαι τοῦ συνεδρίου Id.2.318c
;προγεγραμμένος τῆς βουλῆς Id.TG4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγράφω
-
16 πρός-οδος
πρός-οδος, ἡ, 1) der Zugang, Zuweg, Pind. N. 6, 47; χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, Xen. An. 5, 2, 3; ᾗ ἡ πρ. εὐπετεστάτη, Cyr. 5, 2, 3; πρὸς τὴν βουλήν, Erlaubniß in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48, wie αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ., Aesch. 2, 58; – das Hinzugehen selbst, πρόςοδον ποιεῖσϑαι, hinzugehen, auch anrücken in kriegerischem Sinne, Her. 1, 205. 7, 223. 9, 101; πρόςοδοι τῆς μάχης, Angriffe, 7, 212; Folgde. – Auch das Auftreten des Redners in der Volksversammlung, τὴν πρόςοδον ἐποιησάμην, Isocr. 7, 1. 15; ähnl. τῆς βουλῆς τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρόςοδον ποιο υμένης πρὸς τὸν δῆμον, Aesch. 1, 81. – 2) der feierliche Zug zu einem Tempel unter Gesang und Flötenbegleitung, um Opfer od. Gebete zu verrichten; πρόςοδοι μακάρων ἱερώταται, Ar. Nubb. 307; προςόδοις καὶ ϑυσίαις τιμᾶν ϑεούς, Isocr. 5, 32; ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥςπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς ϑεοὺς προςόδοις, Xen. An. 5, 9, 11; τῷ ϑυσίας τοῖς ϑεοῖς καὶ προςόδους πεποιῆσϑαι, Dem. 18, 86, wo der Zusatz ὡς ἀγαϑῶν τούτων ὄντων zeigt, daß ein Dankfest gemeint ist; u. so noch Sp., wie Luc. sacrif. 1. – 3) Das Einkommen, die Einkünfte des Staates; φόρων πρόςοδος, Her. 3, 89; ἀπὸ τῶν μετάλλων, 6, 46; bes. im plur. bei den Att. häufig, Thuc. 2, 13 u. öfter; τῆς γενομένης ἐπ' ἐνιαυτὸν ἑκάστοτε προςόδου, Plat. Legg. XII, 955 e; – übh. Gewinn, Nutzen, διὰ τὸ τὴν πρό ςοδον ἐκεῖϑεν αὑτῷ πλείω γίγνεσϑαι τῆς αὑτοῦ τέχνης, Legg. VIII, 846 e; προςόδου οὔσης κατ' ἐνιαυτόν, ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων, Xen. An. 7, 1, 27; Cyr. 8, 1, 13 u. öfter, wie Dem., τοῠ ἐργαστηρίου 27, 18, u. Folgde; Λαυρεωτική, Plut. Them. 4.
-
17 πρύτανις
πρύτανις, ὁ, der Prytan, eigtl. Fürst, Herrscher, (verwandt mit πρῶτος); στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις ist Zeus, Pind. P. 6, 24, u. πρύτανι κύριε πολλῶν ἀγυιᾶν, P. 2, 58, der König Hiero; μακάρων πρύτανις, Aesch. Prom. 169, Zeus; Κρόνιε πρύτανι, Eur. Troad. 1288; πρύτανιν καὶ ἐπιστάτην ἑλέσϑαι, Plat. Prot. 338 a. – In mehrern griechischen Freistaaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen im Rathe der Fünfhundert der zehnte Theil desselben, funfzig Senatoren aus einer φυλή, die nach dem Loose abwechselnd (vgl. πρυτανεία) den Vorsitz und Vortrag im Rathe und in der Volksversammlung führten, die sämmtlichen Geschäfte des Rathes leiteten und täglich im πρυτανεῖον zusammen speis'ten; πλὴν βουλῆς καὶ πρυτάνεων, Plat. Legg. VI, 766 b, u. öfter, vgl. Herm. gr. Staatsalterth. §. 127 u. s. ναύκραρος. – Bei sp. D. übh. Hauptperson, Meister, wie Herodot Ἰάδος ἀρχαίης ἱστορίης πρύτανις heißt, Ep. ad. 533 ( App. 212); Leon. Tar. 4 (VI, 205) nennt auch das Beil τέχνας ὁ πρύτανις πέλεκυς.
-
18 προ-γράφω
προ-γράφω, voraus oder vorher schreiben; προὔγραψα πρῶτον Thuc. 1, 23; Sp., wie N. T. – Bes. durch einen öffentlichen Anschlag im voraus verkündigen, bekannt machen, ἐν τοῖς πινακίοις, Ar. Av. 450; u. bes. in Prosa, τοὺς πρυτάνεις προγράφειν αὐτῷ τὴν κρίσιν ἐπὶ δύο ἡμέρας Dem. 47, 42, ἐξήλϑομεν εἰς Πάνακτον φρουρᾶς προγραφείσης 54, 3, indem das Hinausgehen durch öffentlichen Anschlag befohlen war; δίκην τινί, Plut. Camill. 11; bes. bei Sp., das römische proscribere, in die Acht erklären und das Vermögen des Geächteten öffentlich verlaufen; Pol. vrbdt προὔγραφεν αὐτοὺς φυγάδας, 32, 21, 12; οἱ προγεγραμμένοι, 32, 22, 1; auch vom Censor, προγράφειν τινὰ τῆς βουλῆς, Einen in der Liste des Senats obenansetzen, zum princeps senatus machen, Plut. Flamin. 18 Aemil. Paul. 38; προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου, fort. Rom. 4.
-
19 προ-βουλεύω
προ-βουλεύω, voraus berathen, im Ggstz von ἐπιβουλεύω, Thuc. 3, 82; vgl. 8, 1, ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσϑαι, οἵ τινες περὶ τῶν παρόντων ὡς ἄν καιρὸς ᾖ προβουλεύσουσι; u. so gew. vom Rath zu Athen, einen vorläufigen Beschluß, προβούλευμα fassen, der nachher dem Volke zur Genehmigung vorgelegt wird; Ar. Equ. 1339; προβεβούλευται, Eccl. 623; Xen. Hell. 7, 1, 2; Dem. 19, 34 u. öfter bei den Rednern, τὸ προβεβουλευμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς, Pol. 6, 16, 2; – τινός, berathschlagen für Einen, Xen. An. 3, 1, 37 u. Sp. – Bei Arist. pol. 4, 15 ein πρόβουλος sein. – Med., Her. 1, 133, Xen. Cyr. 4, 3, 17, καὶ προνοεῖν Mem. 2, 10, 3.
-
20 πάγος
πάγος, ὁ (πήγνυμι), 1) feste Bergspitze, Felsenspitze; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν, σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405. 411; übh. Berg, Hes. Sc. 439; Pind. Ol. 11, 51 I. 2, 33; oft bei den Tragg. πάγος Ἄρειος, der Areshügel in Athen, wo der Areopag seine Sitzungen hielt, Aesch. Eum. 655. 660, wie Ἄρεος πάγος, Soph. O. C. 951; auch ἐν Ἀρείοις πάγοις, Eur. I. T. 1470; Her. 8, 52 u. sonst; τῆς ἐξ Ἁρείου πάγου βουλῆς, Plat. Ax. 367 a u. Sp. – 2) was fest geworden, gefroren ist, Eis, Reif, auch Eiskälte, Frost; τῶν ὑπαιϑρίων πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαγέντες, Aesch. Ag. 326; πάγου χυϑέντος, Soph. Phil. 293; δυςαύλων πάγων αἴϑρια, Ant. 355; καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, Plat. Conv. 220 b; Arist. de mundo 4 (auch wie von τὸ πάγος im dat. pl. πάγεσι, probl. 12 b); πάγων ὑπερβολαί, übergroße Kälte, Pol. 9, 15, 3; – Schol. Nic. Ar. 91 erkl. γραῦς ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος γιγνόμενος πάγος, die Haut auf der Milch. – Das aus Verdampfung des Meerwassers gewonnene Salz, das fest wird, u. davon p., wie ἅλς, das Meer selbst, Lycophr. 134. – Auch das Darmfell, peritonaeum, Medic.
См. также в других словарях:
Βουλῆς — Βουλεύς masc nom pl Βουλεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλῆς — βουλεύς masc nom pl βουλεύς masc nom/voc pl βουλή will fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλῇς — βουλή will fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλης — Βούλις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek