Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βουλήεις

См. также в других словарях:

  • βουλήεις — βουλήεις, εσσα, εν (Α) [βουλή] αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός …   Dictionary of Greek

  • βουλήεις — of good counsel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»