-
1 βουλήεις
-
2 βουληεις
-
3 βουλήεις
βουλήειςof good counsel: masc nom sg -
4 βουλήεις
βουλήεις, wohlberaten, klug -
5 βουλήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλήεις
-
6 βουλῆς
(βουλῆς, ῆντος, zsgz. aus βουλήεις, Rathsherr, fälschlich angenommenes Wort; denn βουλῆς ὤν Thuc. 3, 70 u. ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus. 5, 20, 8 ist gen. von βουλή, aus dem Rathe.)
См. также в других словарях:
βουλήεις — βουλήεις, εσσα, εν (Α) [βουλή] αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός … Dictionary of Greek
βουλήεις — of good counsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek