Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βοσκ-ή

См. также в других словарях:

  • βόσκ' — βόσκε , βόσκω feed pres imperat act 2nd sg βόσκε , βόσκω feed imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδώνω — ἐμποδώνω και ἀμποδώνω (Μ) εμποδίζω («να τσ ἀμποδώσει στην στράτα αὐτὴν λογιάζει», Πιστ. Βοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • κοπρεών — κοπρεών, ώνος, ὁ (Μ) κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • νιώμα — το [νιώθω] 1. αίσθηση 2. ψυχή («εις δύο συνηβασμένα θελήματα ένα νιώμα», Πιστ. βοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • τοκεών — ῶνος, ὁ, Α τοκεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα εών (πρβλ. βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • φιληλιάς — άδος, ἡ, Α αυτή που αγαπά τον ήλιο, που τής αρέσει ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἥλιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. βοσκ άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»