-
1 Βορεας
I.I(πνοαί Aesch.)
IIII.- ου, дор. έᾱ, эп.-ион. Βορέης, стяж. Βορ(ρ)ῆς, έᾱο и έω, дор. Βορρᾰς, ᾱᾶ ὅ1) Борей (сын Астрея и Эос, бог сев. ветров) Hom., Hes., Pind., Her.3) северπρὸς βορέαν τινός Thuc. — к северу от чего-л.
-
2 βαρέω
A- ήσω Luc.DMort.10.4
: [tense] pf.βεβάρηκα D.C.78.17
:—[voice] Pass., v. infr.:—weigh down, depress, l. c. (censured, Id.Sol.7);τὴν τῆς δίκης ῥοπὴν β. Procop.Arc.14
;ὅταν τὰ πράγματα βαρῇ τοὺς ἀντιδίκους Hermog. Inv.2.7
;ἵνα μὴ τὴν πόλιν βαρῶμεν IG14.830.15
([place name] Puteoli), cf. POxy. 1159.2 (iii A. D.);τὸ ἔθνος ἐβάρει ταῖς εἰσφοραῖς J.BJ2.14.1
, cf. D.C. l. c.:—[voice] Pass.,κῆρ.. βόρηται Sapph.Supp.25.17
;β. διά τινα Diog.
Oen.64, cf. POxy.525.3 (ii A. D.);β. τῷ ἐκφορίῳ PGiss.6.7
(ii A. D.): c. acc., to be indignant at,αὐτῶν τὴν εὐγένειαν Hdn.8.8.1
;οὓς βαροῦνται M.Ant.8.44
.II intr. in [dialect] Ep. [tense] pf. part. βεβαρηώς weighed down, heavy,οῐνῳ βεβαρηότες Od.3.139
, cf. 19.122:—later, [tense] pf. part. [voice] Pass.βεβαρημένος, μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος β. ηὗδεν Pl.Smp. 203b
;οἴνῳ β. Ph.1.373
; τοὺς ὀφθαλμοὺς β. ὑπ' οἴνου ib. 377;ὠδίνεσσιν Theoc.17.61
;ὕπνῳ AP 7.290
(Stat. Flacc.), Gp.13.1.8, Ev.Luc.9.32 (withoutὕπνῳ Ev.Matt. 26.43
);β. τὰ πρόσωπα πένθει Plu.Aem.34
;τὰ σώματα πλησμονῇ β. Id.Mar.19
;γυνὴ πολλοῖς ἔτεσι β. PTeb.327.25
(ii A. D.); οἷον βεβαρημένος as though pregnant, Plot.3.8.8:—[voice] Pass., [tense] pres.βαρέεται Hp. Morb.4.49
: [tense] aor.ἐβαρήθην Parth.9.8
: [tense] pf.βεβάρηται Placit.3.12.2
. -
3 βορά
βορά, ᾶς, ἡ (Aeschyl., Hdt.+; LXX; cp. Job 38:39; 3 Macc 6:7; En 25:5; 6:7; TestJob 43:8; JosAs 10:14; Just.; Tat. 25, 5; PCairMasp 141, 14 κυνὸς β.) food, esp. for carnivorous animals, food ἄφετέ με θηρίων εἶναι βοράν IRo 4:1 (Eur., Phoen. 1603 θηρσὶν ἄθλιον βορ.; Jos., Bell. 4, 324 β. θηρίων).—DELG s.v. βιβρώσκω.
См. также в других словарях:
σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… … Dictionary of Greek
υδροβορίωση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση που επιτρέπει την προσθήκη βορανίου στους πολλαπλούς χημικούς δεσμούς και, κυρίως, στους διπλούς δεσμούς άνθρακα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. hydroboration < hydro (< υδρ[ο] *) + boration (< bor ,… … Dictionary of Greek
χιονιάς — Επώνυμο αγωνιστών από τα Σφακιά, που συμμετείχαν σε πολλές επαναστάσεις. Αναφέρονται και με τα επώνυμα Χιονάκης και Χιονουδάκης. * * * ο, Ν χιονώδης καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι κατά το βορ ιάς] … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
bolborosi — BOLBOROSÍ, bolborosesc, vb. IV. 1. intranz. şi tranz. A vorbi nedesluşit. ♦ A vorbi într o limbă străină (pe care ascultătorii nu o înţeleg). 2. intranz. (Despre lichide) A gâlgâi, a scoate un zgomot asemănător cu cel al apei care fierbe. ♦… … Dicționar Român
Χιμάρα — η πόλη της Aλβανίας (Βόρ. Ηπείρου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)