Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βορ-

См. также в других словарях:

  • σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… …   Dictionary of Greek

  • υδροβορίωση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση που επιτρέπει την προσθήκη βορανίου στους πολλαπλούς χημικούς δεσμούς και, κυρίως, στους διπλούς δεσμούς άνθρακα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. hydroboration < hydro (< υδρ[ο] *) + boration (< bor ,… …   Dictionary of Greek

  • χιονιάς — Επώνυμο αγωνιστών από τα Σφακιά, που συμμετείχαν σε πολλές επαναστάσεις. Αναφέρονται και με τα επώνυμα Χιονάκης και Χιονουδάκης. * * * ο, Ν χιονώδης καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι κατά το βορ ιάς] …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • bolborosi — BOLBOROSÍ, bolborosesc, vb. IV. 1. intranz. şi tranz. A vorbi nedesluşit. ♦ A vorbi într o limbă străină (pe care ascultătorii nu o înţeleg). 2. intranz. (Despre lichide) A gâlgâi, a scoate un zgomot asemănător cu cel al apei care fierbe. ♦… …   Dicționar Român

  • Χιμάρα — η πόλη της Aλβανίας (Βόρ. Ηπείρου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»