-
1 Βορεας
I.I(πνοαί Aesch.)
IIII.- ου, дор. έᾱ, эп.-ион. Βορέης, стяж. Βορ(ρ)ῆς, έᾱο и έω, дор. Βορρᾰς, ᾱᾶ ὅ1) Борей (сын Астрея и Эос, бог сев. ветров) Hom., Hes., Pind., Her.3) северπρὸς βορέαν τινός Thuc. — к северу от чего-л.
См. также в других словарях:
σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… … Dictionary of Greek
υδροβορίωση — η, Ν χημ. χημική αντίδραση που επιτρέπει την προσθήκη βορανίου στους πολλαπλούς χημικούς δεσμούς και, κυρίως, στους διπλούς δεσμούς άνθρακα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. hydroboration < hydro (< υδρ[ο] *) + boration (< bor ,… … Dictionary of Greek
χιονιάς — Επώνυμο αγωνιστών από τα Σφακιά, που συμμετείχαν σε πολλές επαναστάσεις. Αναφέρονται και με τα επώνυμα Χιονάκης και Χιονουδάκης. * * * ο, Ν χιονώδης καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι κατά το βορ ιάς] … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
bolborosi — BOLBOROSÍ, bolborosesc, vb. IV. 1. intranz. şi tranz. A vorbi nedesluşit. ♦ A vorbi într o limbă străină (pe care ascultătorii nu o înţeleg). 2. intranz. (Despre lichide) A gâlgâi, a scoate un zgomot asemănător cu cel al apei care fierbe. ♦… … Dicționar Român
Χιμάρα — η πόλη της Aλβανίας (Βόρ. Ηπείρου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)