Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βολίταινα

См. также в других словарях:

  • βολίταινα — βολίταινα, η (Α) [βόλιτον, ος] είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο …   Dictionary of Greek

  • βολιταίναις — βολίταινα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίταιναι — βολίταινα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολίταιναν — βολίταινα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»