-
1 βοήθ-αρχος
βοήθ-αρχος, ὁ, Anführer der Hülfstruppen, Pol. 1, 79. Bei den Carthaginiensern eine Obrigkeit, App. Pun. 70.
-
2 βοήθαρχος
βοήθ-αρχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθαρχος
-
3 βοήθεια
A help, aid, Th.2.22, etc.;β. τῷ λόγῳ πρός τινα Pl.Prm. 128c
;ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. D.56.15
; βοήθειαν ἔχειν πρὸς ὑγίειαν, πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολὴν μηχανᾶσθαι, Arist.PA 651b1, 652a32: nom.sg., as exclamation 'help!', Plb.13.8.5: pl., Gorg.Pal.33, D.18.302, Arist. Rh. 1383a29;αἱ πρὸς εὔπλοιαν β. Ph.2.46
, cf. Act.Ap.27.17.2 medical aid, cure,κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19
.II force of auxiliaries,ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG7.1.20
;νεῶν β. Th.4.8
: opp. regular forces, D.4.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθεια
-
4 βοηθέω
βοηθ-έω (sts. written βοιηθέω, IG22.237 (iv B. C.), BGU1007.12 (iii B. C.)), [dialect] Ion. [full] βωθέω, only Hsch. βωθέοντες, not in Hdt. (but cf. Eust.812.59) or Hp., cf.A (Erythrae, iv B. C.); [dialect] Dor. [full] βοᾱθοέω SIG421.27 ([place name] Thermon); [dialect] Aeol.βαθόημι (q. v.):—[voice] Med., [tense] fut.A- ήσομαι Lib.Or.1.128
:—come to aid, succour, assist, aid, c. dat.,τῇ σφετέρῃ Hdt.1.82
;τοῖσιν ἠδικημένοις E.IA79
;πρὸς τοὺς αὑτῶν ψιλούς X.HG1.2.3
;τινὶ ἀντία τινός Hdt.5.99
;τινὶ πρὸς τὸ ἄναντες X.HG4.8.38
; ναυσὶ β. τινί πολιορκουμένῳ ib.1.6.22;β. τοῖς φίλοις τὰ δίκαια Id.Mem.2.6.25
; β. τοῖς τῶν προγόνων ἀτυχήμασιν Aeschin.3.169;β. τῷ λόγῳ Pl.Phd. 88e
; β. τῷ θεῷ maintain his rights, Epist. Philipp. ap. D.18.157;β. τοῖς νόμοις Aeschin.1.33
: c. dat. et acc.,πατρὶ βοηθῶν θάνατον Pl.Lg. 874c
; of a physician,β. τῷ θερμῷ ἐπὶ τὸ ψυχρόν Hp.VM13
: abs., Plu.Alex. 19.2 abs., come to the rescue, Hdt.1.30, 7.158, A.Supp. 613, etc.;β. παρά τινα Hdt.9.57
; ἐπί τινα against one, Id.1.62, 4.125, Th.1.126, etc.; β. ἐς .. Hdt.6.103; ἐπὶ .. Th.3.97, 4.72;ἐπὶ τὰς ναῦς Id.8.11
;ἐκεῖσε D.4.41
; β. πρός τι contribute to an object, v. l. in Arist.EN 1155a14, cf. Metaph. 1079b16, or keep it off, Id.Resp. 474b24, HA 621a13; χρήμασι with money, Id.EN 1130a19: Medic., βοηθεῖ πρὸς τὸ κώνειον it is an antidote to.., Thphr.HP9.20.1; freq. in Dsc. asβ. τοῖς φαγοῦσι 4.83
.3 [voice] Pass., to be assisted, receive help,παρά τινος Arist. Rh. 1383b28
;βοηθήσομαι LXX Da.11.34
, butβοηθηθήσομαι Is.44.2
; ἐβοήθην ib.10.3, 2 Ch.26.15 (v.l. ἐβοηθήθην); ἵν' ὦ βεβοηθημένη PRyl.122.12
(ii A. D.); esp. of patients, derive benefit, Dsc.4.82, Plu.2.687f: impers., ; . -
5 βοήθημα
A resource, Arist.Rh. 1405a7 (pl.); assistance,πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3
: in pl., succours,τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθημα
-
6 βοηθηματικός
A = βοηθητικός, Dsc.Alex.Praef., Gal.19.395.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθηματικός
-
7 βοηθήσιμος
βοηθ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθήσιμος
-
8 βοήθησις
A aid, succour, Hp.Praec.8, dub. in Aen.Tact.16.4;πρὸς τὴν τῆς ὑγιείας β. Alex.Aphr.in Sens.98.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοήθησις
-
9 βοηθητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθητέον
-
10 βοηθητικός
A ready or able to help, serviceable, ;τοῖς πένησι Plu.Sol.29
;τῶν δεομένων Diotog.
ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol. 1267a16; or towards promoting it, Id.HA 515b9: [comp] Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: [comp] Sup.- ώτατος Iamb.VP25.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθητικός
-
11 βοηθόος
A hasting to the cry for help or the call to arms, Il.13.477; β. ἅρμα a chariot hasting to the battle, 17.481.II aiding, helping, Pi.N.7.33, B.Fr.34:—Subst., helper, prob. Id.12.103, Theoc.22.23, Call.Del.27:—in Prose [full] βοηθός, όν, assisting, auxiliary,νῆες Th.1.45
: c. dat.,ὁ τοῖς νόμοις β. Lys.Fr.53.1
; freq. as Subst., assistant, Hdt.5.77, 6.100, Antipho 1.2, Pl.R. 566b, al.; (ii A. D.);τοῦ στρατηγοῦ POxy.1469.10
(iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθόος
-
12 βοηθοῦρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθοῦρα
-
13 βοήθαρχος
βοήθ-αρχος, Anführer der Hilfstruppen. Bei den Carthaginiensern eine Obrigkeit -
14 βοήθεια
η1) помощь, содействие; поддержка; подмога (разг);αμοιβαία βοήθεια — взаимопомощь;
ζητώ ( — или καλώ σε) βοήθ — взывать о помощи;
παρέχω βοήθεια — оказывать помощь, содействие;
δίδω βοήθεια — или τείνω χείρα βοήθείας — подавать руку помощи;
έρχομαι ( — или σπεύδω) σε βοήθεια — прийти на помощь;
με τη βοήθεια — с помощью, при поддержке, при содействии;
2) медицинское обслуживание, медицинская помощь;σταθμός πρώτων βοήθών — пункт первой помощи, скорая помощь;
παροχή πρώτων βοήθών — оказание первой помощи;
3) подаяние, милостыня;§ βοήθ! на помощь!, караул!
-
15 βοηθαρχος
См. также в других словарях:
κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… … Dictionary of Greek
μαχίζομαι — (Μ) 1. δίνω μάχη, πολεμώ, έρχομαι σε σύγκρουση ή ρήξη με κάποιον («ἐκ τὰ ρηγάτα τῆς Φραγκιᾱς... κανεὶς δὲν ἀποκότησεν νὰ μαχιστεῑ τὴν Ρώμην», Χρον. Τόκκων) 2. μαλώνω 3. κρατώ κακία 4. εχθρεύομαι, είμαι εχθρός με κάποιον 5. μτφ. αγωνίζομαι («μόνον … Dictionary of Greek
παρανομητικός — ή, όν, Α επιρρεπής προς την παραβίαση τών νόμων, αυτός που παρουσιάζει την τάση να ενεργεί αντίθετα με τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρανομῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek
περιγενητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την δύναμη να επιβάλλεται και να νικά, υπέρτερος («εἱμαρμένη περιγενητικὴ ἁπάντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιγεν τού περιγίγνομαι (πρβλ. περιεγενόμην) + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek