-
1 βοηθητικός
A ready or able to help, serviceable, ;τοῖς πένησι Plu.Sol.29
;τῶν δεομένων Diotog.
ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol. 1267a16; or towards promoting it, Id.HA 515b9: [comp] Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: [comp] Sup.- ώτατος Iamb.VP25.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθητικός
См. также в других словарях:
παρανομητικός — ή, όν, Α επιρρεπής προς την παραβίαση τών νόμων, αυτός που παρουσιάζει την τάση να ενεργεί αντίθετα με τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρανομῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
περιγενητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την δύναμη να επιβάλλεται και να νικά, υπέρτερος («εἱμαρμένη περιγενητικὴ ἁπάντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιγεν τού περιγίγνομαι (πρβλ. περιεγενόμην) + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek