-
1 βοηθήσιμος
βοηθ-ήσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθήσιμος
См. также в других словарях:
ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] … Dictionary of Greek