-
1 βοη-θόος
-
2 βοηθόος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βοηθόος
-
3 βοηθόος
-
4 βοηθοος
См. также в других словарях:
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
dheu-1 — dheu 1 English meaning: to run, *stream, flow Deutsche Übersetzung: “laufen, rinnen” Material: O.Ind. dhávatē “runs, streams “, lengthened grade dhü vati ds., dhüuti ḥ f. “wellspring, stream, brook”; M.Pers. dawīdan “run,… … Proto-Indo-European etymological dictionary