Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλᾰδᾰρός

См. также в других словарях:

  • βλαδαρά — βλαδαρός flaccid neut nom/voc/acc pl βλαδαρά̱ , βλαδαρός flaccid fem nom/voc/acc dual βλαδαρά̱ , βλαδαρός flaccid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαδαρόν — βλαδαρός flaccid masc acc sg βλαδαρός flaccid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαλδύνω — ἀμαλδύνω (Α) (επική και ιωνική λέξη) 1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω 2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω 3. θέτω τέρμα σε κάτι 4. ταπεινώνω, υποβιβάζω 5. σπαταλώ, καταξοδεύω 6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα 7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • mel-1 (also smel-), melǝ- : mlē-, mel-d- : ml-ed-, mel-dh-, ml-ēi- : mlī̆-, melǝ-k- : mlā-k-, mlēu- : mlū̆ - —     mel 1 (also smel ), melǝ : mlē , mel d : ml ed , mel dh , ml ēi : mlī̆ , melǝ k : mlā k , mlēu : mlū̆     English meaning: to grind, hit; fine, ground     Deutsche Übersetzung: “zermalmen, schlagen, mahlen”, speziell Korn; from “zerrieben”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»