-
1 βλής
-
2 Διοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διοβλής
-
3 καταβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβλής
-
4 κεραυνοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραυνοβλής
-
5 λιθοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβλής
-
6 νιφοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιφοβλής
-
7 παραβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλής
-
8 πολυβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυβλής
-
9 προβλής
A thrown forward, jutting out,προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396
;πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407
;στήλας τε προβλῆτας 12.259
;ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405
, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph. 936; τόν γε (sc. ποταμόν)εἴργουσιν π. Q.S.10.175
: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.);π. γενειάς Nonn.D.15.8
; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose,προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6
;λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3
;ὀφρύες π. Aret. SD2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβλής
-
10 συμβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβλής
-
11 ἀστεροβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστεροβλής
-
12 ἀστροβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστροβλής
-
13 ἐπιβλής
II. cover, ib.7.479 (Theodorid.).III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr. 175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλής
-
14 ἀβλής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀβλής
-
15 ἐπιβλής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιβλής
-
16 προβλής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προβλής
-
17 βάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `throw, hit' (Il.), orig. `reach, hit by throwing'?, s. DELG.Other forms: Aor. βαλεῖν ( βλείην, ξυμβλήτην, ἔβλητο), pf. βέβληκα, - μαι, ( βεβολημένος from *βέβολα Chantr. Gramm. hom. 1,235?), fut. βαλῶ, also βαλλήσω (s. βαλλητύς).Derivatives: 1. βόλος m. `thowing, net' (A.); in comp. πρόβολος m. `projecting land' etc. (Od.) - 2. βολή f. `throw(ing)' (Il.). - Many deriv. from βόλος, βολή: see DELG - 3. βέλος n. `throwing weapon' (Il.); cf. βελόνη. - 4. βέλεμνον `arrow, javelin' (Il.), s. below). - 5. - βλής in comp., e.g.. προβλής, - ῆτος `projecting' (Il.). - 6. βλῆμα `throw, throwing weapon; wound'. - 7. - βλησις in comp., ἀνάβλησις `delay' (Il.). - 8. - βληστρον (for the σ Schwyzer 706) in ἀμφίβληστρον `net' (Hes.). S. βαλλητύς, βλῆτρον. - Few agent nouns; beside βλήτειρα ὀιστῶν (Alex. Aet.); in comp. (hellen.) - βολεύς, e. g. ἀμφιβολεύς; also διαβλήτωρ (Man.) = διάβολος. In comp. - έτης in ἑκατηβελέ-της (Il.) = ἑκατηβόλος. - Adj.: in comp. - βλητικός and - βλήσιμος; adverbs in - δην, παραβλήδην (Il.). - Deverb. βολέω in βεβολήατο, βεβολημένος etc., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 435.Etymology: Ion.-Att. βάλλω and Arc. δέλλω (with sec. assibilation ζέλλω) show original gu̯-. The geminate - λλ- either from a yod-present *βαλ-ιω or a nasal present *βαλ-ν-H-ω, athem. *βάλ-ν-η-μι. δέλλω ( ζέλλω) from the aorist ἔζελεν ἔβαλεν H., which was reshaped from an athematich aor (* e-gʷelh₁-t). βελε- also in ἑκατηβελέτης, and in βελεμν- (but s. Fur. 151: to πελεμίζω). ἔβαλον from the athem. aor. zero grade *gʷl̥h₁-. The form βλη- prob. from zero grade *gʷl̥h₁-, which is certain for ἔβλητο. - Remarkably, this old verb has no certain relatives. Av. ni- γrā- ire prob. for *niγnā-; uncertain Toch. A B klā- `fall', Skt. ud-gūrṇa-, OIr. atbaill `dies'; s. LIV. (Not to Skt. galati `drip', OHG. quellan `hervorquellen' etc.) - Cf. βούλομαι, βάλανος, βελόνη, βῶλος, βωλόναι.Page in Frisk: 1,216-217Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλλω
См. также в других словарях:
καταβλής — καταβλής, ῆτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μοχλός τής πόρτας, μάνταλο, σύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλής (βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην, αόρ. τού βάλλω), πρβλ. παρα βλής, συμ βλής] … Dictionary of Greek
κεραυνοβλής — κεραυνοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ (Α) κεραυνόβλητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλής (< βάλλω), πρβλ. αστερ βλής, λιθο βλής] … Dictionary of Greek
παραβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α παράφρονας, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλής (< βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην παθ. αόρ. τού βάλλω), πρβλ. κατα βλής] … Dictionary of Greek
προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… … Dictionary of Greek
συμβλής — ῆτος, ό, ἡ, Α (για τις Συμπληγάδες) αυτός που πέφτει επάνω στον άλλο, που συγκρούεται («ξυμβλῆτες πίπτουσιν... ἐπ ἀλλήλῃσιν ἰοῡσαι», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βλής (βλής < θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ βλή θην), πρβλ. παρα βλής] … Dictionary of Greek
πολυβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χτυπήσει πολλούς («πολυβλῆτα οἷον πολλοὺς βεβληκότα», Απολλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλής (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βλής] … Dictionary of Greek
αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ … Dictionary of Greek
αστροβλής — ἀστροβλής, ο, η (Α) αυτός τον οποίο έχει βαρέσει ο ήλιος, εκείνος που έπαθε ηλίαση (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλής < (θ.) βλη , βάλλω] … Dictionary of Greek
επιβλής — ἐπιβλής, ο (Α) 1. αυτός που προεξέχει 2. σύρτης, μάνταλο τής πόρτας 3. διασταυρούμενο δοκάρι 4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» η βάλανος τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»] … Dictionary of Greek
λιθοβλής — λιθοβλής, ῆτος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που λιθοβολήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + βλής (< θ. βλη πρβλ. ἐ βλή θην, παθ. αόρ. τού βάλλω), πρβλ. κεραυνοβλής] … Dictionary of Greek
νιφοβλής — νιφοβλής, ῆτος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) νοφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλής (< θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. βλητός)] … Dictionary of Greek