-
1 διαβλητικός
A = διαβολικός, Poll.5.118: -κή, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv.- κῶς Poll.
l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβλητικός
-
2 καταβλητικός
A fit for throwing off horseback, X. Eq.8.11; of throwing in wrestling,τέχνη Gal.Thras.45
: c. gen.,κ. τοῦ μεγέθους τῆς Ἑλλάδος D.H.Th.19
: metaph., fond of confuting,τῶν πέλας Gal.9.217
; abusive, Phld.Lib.p.18 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβλητικός
-
3 μεταβλητικός
μετα-βλητικός ([dialect] Dor. [suff] μετα-βλᾱτικός [Philol.] 21, prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94), ή, όν,A for or in the way of exchange,ἡ [χρῆσις] ἡ μ. Arist.Pol. 1257a9
: ἡ -κή (sc. τέχνη) exchange, barter, Pl.Sph. 223d, Arist.Pol. 1258b21: τὸ -κόν (sc. γένος) Pl.Sph. 224d. Adv. -κῶς Poll.4.51
.2 subject to change, Thphr.CP6.10.2;εἰς τἀναντία Arist.GC 319a20
; of animals, mobile, opp. μόνιμα, Id.HA 487b6, cf. GA 715a26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβλητικός
-
4 παραβλητικός
A employing comparisons, Porph. ad Il.p.315 S., Hsch.2 Gramm., comparative, Gal.in Abh.Berl.Akad.1925(1).37. Adv. - κῶς comparatively, Gal.12.814, al.; = παραβλήδην II, Sch.Arat.525.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβλητικός
-
5 περιβλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβλητικός
-
6 προβλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβλητικός
-
7 συμβλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβλητικός
-
8 ἀποβλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποβλητικός
-
9 ἐκβλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβλητικός
-
10 ἐπιβλητικός
A apprehending directly (v.ἐπιβολή 1.2b
),τρόπος Epicur.Nat.28.6
;νοήσεις Iamb.Protr.4
; quick to apprehend,τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13
, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. - κῶς by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id. in AP0.332.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλητικός
-
11 βάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `throw, hit' (Il.), orig. `reach, hit by throwing'?, s. DELG.Other forms: Aor. βαλεῖν ( βλείην, ξυμβλήτην, ἔβλητο), pf. βέβληκα, - μαι, ( βεβολημένος from *βέβολα Chantr. Gramm. hom. 1,235?), fut. βαλῶ, also βαλλήσω (s. βαλλητύς).Derivatives: 1. βόλος m. `thowing, net' (A.); in comp. πρόβολος m. `projecting land' etc. (Od.) - 2. βολή f. `throw(ing)' (Il.). - Many deriv. from βόλος, βολή: see DELG - 3. βέλος n. `throwing weapon' (Il.); cf. βελόνη. - 4. βέλεμνον `arrow, javelin' (Il.), s. below). - 5. - βλής in comp., e.g.. προβλής, - ῆτος `projecting' (Il.). - 6. βλῆμα `throw, throwing weapon; wound'. - 7. - βλησις in comp., ἀνάβλησις `delay' (Il.). - 8. - βληστρον (for the σ Schwyzer 706) in ἀμφίβληστρον `net' (Hes.). S. βαλλητύς, βλῆτρον. - Few agent nouns; beside βλήτειρα ὀιστῶν (Alex. Aet.); in comp. (hellen.) - βολεύς, e. g. ἀμφιβολεύς; also διαβλήτωρ (Man.) = διάβολος. In comp. - έτης in ἑκατηβελέ-της (Il.) = ἑκατηβόλος. - Adj.: in comp. - βλητικός and - βλήσιμος; adverbs in - δην, παραβλήδην (Il.). - Deverb. βολέω in βεβολήατο, βεβολημένος etc., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 435.Etymology: Ion.-Att. βάλλω and Arc. δέλλω (with sec. assibilation ζέλλω) show original gu̯-. The geminate - λλ- either from a yod-present *βαλ-ιω or a nasal present *βαλ-ν-H-ω, athem. *βάλ-ν-η-μι. δέλλω ( ζέλλω) from the aorist ἔζελεν ἔβαλεν H., which was reshaped from an athematich aor (* e-gʷelh₁-t). βελε- also in ἑκατηβελέτης, and in βελεμν- (but s. Fur. 151: to πελεμίζω). ἔβαλον from the athem. aor. zero grade *gʷl̥h₁-. The form βλη- prob. from zero grade *gʷl̥h₁-, which is certain for ἔβλητο. - Remarkably, this old verb has no certain relatives. Av. ni- γrā- ire prob. for *niγnā-; uncertain Toch. A B klā- `fall', Skt. ud-gūrṇa-, OIr. atbaill `dies'; s. LIV. (Not to Skt. galati `drip', OHG. quellan `hervorquellen' etc.) - Cf. βούλομαι, βάλανος, βελόνη, βῶλος, βωλόναι.Page in Frisk: 1,216-217Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλλω
См. также в других словарях:
βλητικός — ή, ό (Α βλητικός, ή, όν) [βλητός] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για βολή 2. το θηλ. ως ουσ. η βλητική σύγχρονη επιστήμη που ασχολείται με τους νόμους κίνησης των βλημάτων, ιδίως αυτών που βάλλονται από πυροβόλα όπλα αρχ. (για ζώα) αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek
βλητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη βολή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτήν: Οι βλητικοί σωλήνες των πυροβόλων όπλων χρειάζονται προσεχτική συντήρηση. 2. το θηλ. ως ουσ., βλητική η επιστήμη που εξετάζει τους νόμους της κίνησης των βαρέων σωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορπιλ(λ)οβλητικός — ή, ό, Ν 1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών 2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο βλητικός. Η λ., στον τ.… … Dictionary of Greek
βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek