-
1 ἐπιβλής
II. cover, ib.7.479 (Theodorid.).III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr. 175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλής
-
2 ἐπιβλής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιβλής
-
3 προβλής
A thrown forward, jutting out,προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396
;πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407
;στήλας τε προβλῆτας 12.259
;ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405
, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph. 936; τόν γε (sc. ποταμόν)εἴργουσιν π. Q.S.10.175
: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.);π. γενειάς Nonn.D.15.8
; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose,προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6
;λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3
;ὀφρύες π. Aret. SD2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβλής
См. также в других словарях:
επιβλής — ἐπιβλής, ο (Α) 1. αυτός που προεξέχει 2. σύρτης, μάνταλο τής πόρτας 3. διασταυρούμενο δοκάρι 4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» η βάλανος τού πέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»] … Dictionary of Greek