Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βλάπτει

См. также в других словарях:

  • βλάπτει — βλάπτω disable pres ind mp 2nd sg βλάπτω disable pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • врежати — ВРЕЖА|ТИ (32), Ю, ѤТЬ гл. 1.Наносить увечье; вредить: все же ихъ дѣиство чистителѥскоѥ отъ˫а. имьже можаахоу врѣжати. ли пользова нѣкыимъ. (βλάπτειν) КЕ XII, 28а; строупiвыи же ре(ч): молю ти сѩ, престани, не ѡ(т)гони ихъ, болма бо ми врежаешi… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • трата — тратить, трачу, укр. тратити тратить, терять, губить, казнить , блр. трацiць тратить, губить , ст. слав. траштѩ μεταδιώκων (Супр.), сербохорв. тра̏тити, тра̏ти̑м тратить, терять , словен. tratiti расточать, растрачивать , чеш. tratiti терять,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αβάσκαντος — η, ο (Α ἀβάσκαντος, ον) [βασκαίνω] 1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί 2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει (νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον,… …   Dictionary of Greek

  • αβλαβής — ές (Α ἀβλαβής, ές) [βλάβη] 1. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν έπαθε, δεν έχει υποστεί βλάβη, ανέπαφος, σώος, άθικτος, ακέραιος 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν βλάπτει, δεν προξενεί βλάβη, ακίνδυνος αρχ. (για συνθήκες) απαραβίαστος …   Dictionary of Greek

  • αδικοπήμων — ἀδικοπήμων, ον (Α) αυτός που άδικα βλάπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)] …   Dictionary of Greek

  • αλιτόξενος — ἀλιτόξενος, ον (Α) αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος] …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • αντιπατριωτικός — ή, ό αυτός που βλάπτει την πατρίδα ή αρνείται τα πατριωτικά ιδεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πατριωτικός. Η λ. μαρτυρείται στον Φιλικό Χριστόφορο Περραιβό (1773 1863)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»