Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βλεψίας

См. также в других словарях:

  • βλεψίας — βλεψίᾱς , βλεψίας fish masc acc pl βλεψίᾱς , βλεψίας fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεψίαν — βλεψίᾱν , βλεψίας fish masc acc sg (attic epic doric aeolic) βλεψίας fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεψίᾳ — βλεψίαι , βλεψίας fish masc nom/voc pl βλεψίᾱͅ , βλεψίας fish masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονοβλεψίας — ο (ψυχιατρ.) παθολογικό άτομο που ικανοποιείται σεξουαλικά κοιτάζοντας γυμνό σώμα ή παρακολουθώντας ερωτικές εκδηλώσεις ή τη γενετήσια πράξη απαρατήρητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + βλεψίας < θ. βλεψ (βλέπω) + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ …   Dictionary of Greek

  • κεφαλίνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 42 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * ο (Α κεφαλῑνος) νεοελλ. ζωολ. άλλη ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»