Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεφαλισμός

См. также в других словарях:

  • κεφαλισμός — κεφαλισμός, ὁ (Α) [κεφαλή] ο πίνακας τού πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου τό περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κεφαλισμός — multiplication table of single numbers from one to ten masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλισμούς — κεφαλισμός multiplication table of single numbers from one to ten masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»