-
1 βλαστάνω
Grammatical information: v.Meaning: `but, sprout, grow' (A.),Other forms: Aor. βλαστεῖν, intr. fut. βλαστήσω (Thphr.), aor. trans. ἐβλάστησα (Emp.), perf. βεβλάστηκα (Hp.), ἐβλάστηκα (E.); recent βλαστέω, βλαστάω.Derivatives: βλάστημα `offdhoot' (A.), βλαστικός (Thphr.); deverb. βλαστός `id.' (Hdt.), βλάστη `origin' (S.). from where βλαστέω (Thphr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The aorist βλαστεῖν is the basis of all forms. Its analysis is uncertain; perhaps *βλαθ-τεῖν ( βλαδ-, βλατ-). Connection with βλωθρός `tall' (q. v.) is impossible if the words are IE (*ml̥dh-, *mlōdh-: ablaut ō is impossible in an adj.); same for μολεύω `cut off (and transplant) the shoots of trees' (q. v. and βλώσκω). From other languages one mentions OHG. blat etc.`leaf' (but this is rather non-IE).Page in Frisk: 1,241Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλαστάνω
См. также в других словарях:
βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… … Dictionary of Greek
νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… … Dictionary of Greek
Βάρνα — Πόλη (314.539 κάτ. το 2001) της ΒΑ Βουλγαρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (11.920 τ. χλμ., 887.222 κάτ. το 2001), το οποίο περιλαμβάνει τις ανατολικότερες διακλαδώσεις του Ντελί Ορμάν (Λούντα Γκόρα) και του Αίμου (Στάρα… … Dictionary of Greek