Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βλαδ-

См. также в других словарях:

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • νεαρός — ή, ό (ΑΜ νεαρός, ά, όν) μικρός ως προς την ηλικία, πολύ νέος νεοελλ. αυτός που πριν από λίγο άρχισε να υπάρχει ή αυτός που πριν από λίγο έλαβε υπόσταση («νεαρός γιατρός») (νεοελλ. μσν.) (το πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι Νεαρές, αἱ Νεαραί α) συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • Βάρνα — Πόλη (314.539 κάτ. το 2001) της ΒΑ Βουλγαρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (11.920 τ. χλμ., 887.222 κάτ. το 2001), το οποίο περιλαμβάνει τις ανατολικότερες διακλαδώσεις του Ντελί Ορμάν (Λούντα Γκόρα) και του Αίμου (Στάρα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»