-
1 βλαστικός
-
2 βλαστικός
βλαστικός, keimend; das Keimen befördernd -
3 βλαστικός
η, ό[ν]1) ростковый; 2) ростовой; относящийся к росту; 3) всхожий -
4 βλαστικός
A budding, sprouting, Id.HP3.12.8: [comp] Sup., dub. in Id.CP1.13.10; furthering growth,ὥρα Gp.9.9.3
([comp] Comp.);κίνησις Herm.
ap. Stob.1.41.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαστικός
-
5 παρα-βλαστικός
παρα-βλαστικός, ή, όν, daneben-, hinzukeimend, -sprossend, Theophr., v. l. παραβλαστητικός.
-
6 μετα-βλαστικός
μετα-βλαστικός, ή, όν, im Keime sich verändernd, Philol. bei Stob. ecl. phys. 1 p. 422.
-
7 ἐπι-βλαστικός
ἐπι-βλαστικός, ή, όν, zum Nachkeimen geneigt, Theophr.
-
8 βλαστικά
βλαστικόςbudding: neut nom /voc /acc plβλαστικά̱, βλαστικόςbudding: fem nom /voc /acc dualβλαστικά̱, βλαστικόςbudding: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 βλαστικόν
βλαστικόςbudding: masc acc sgβλαστικόςbudding: neut nom /voc /acc sg -
10 βλαστικωτέροις
βλαστικόςbudding: masc /neut dat comp pl -
11 βλαστικήν
βλαστικόςbudding: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 βλαστικώτερα
βλαστικόςbudding: neut nom /voc /acc comp pl -
13 βλαστικών
-
14 βλαστικῶν
-
15 βλαστικής
-
16 βλαστικῆς
-
17 βλαστήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαστήμων
-
18 βραστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραστικός
-
19 ἐπιβλαστικός
ἐπι-βλαστικός, ή, όν, zum Nachkeimen geneigt -
20 μεταβλαστικός
μετα-βλαστικός, ή, όν, im Keime sich verändernd
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βλαστικός — ή, ό (Α βλαστικός, ή, όν) αυτός που συντελεί στη βλάστηση νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει στον βλαστό ή στη βλάστηση 2. ιστός που διαθέτει έντονη αναπαραγωγική ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός ή < βλαστάνω] … Dictionary of Greek
βλαστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το βλαστό. 2. αυτός που έχει σχέση με τη βλάστηση ή συντελεί σ αυτήν: Τα σπαρτά διατηρούν για πολύ τη βλαστική τους ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο … Dictionary of Greek
βλαστικά — βλαστικός budding neut nom/voc/acc pl βλαστικά̱ , βλαστικός budding fem nom/voc/acc dual βλαστικά̱ , βλαστικός budding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικῶν — βλαστικός budding fem gen pl βλαστικός budding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικόν — βλαστικός budding masc acc sg βλαστικός budding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικωτέροις — βλαστικός budding masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικῆς — βλαστικός budding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικήν — βλαστικός budding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστικώτερα — βλαστικός budding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek