Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βῐοτ-ή

См. также в других словарях:

  • θανατήσιος — θανατήσιος, ον (Α) θανάσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ήσιος* (πρβλ. βιοτ ήσιος, καμπ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • ικετήσιος — ἱκετήσιος, ία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) Ἱκετήσιος ο προστάτης τών ικετών 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱκετήσιος ο ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. ησιος (πρβλ. βιοτ ήσιος, φιλοτ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • ρακομίτριο — το, Ν (βιοτ.) γένος βρυοφύτων που ανήκει στην κλάση φυλλόβρυα τής οικογένειας Crimmiaceae. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθα αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhacomitrium < ῥάκος + μίτρα «διάδημα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»