-
1 βιότευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιότευμα
-
2 βιοτεύω
A live, Pi.N. 4.6;ἀβίωτον χρόνον β. E.Alc. 243
(lyr.);β. ἀκρατῶς Arist.EN 1114a16
;φαιδρῶς X. Cyr.4.6.6
.2 get food,αὐτόθεν πολεμοῦντα Th.1.11
; live by or off a thing,ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25
;ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist. HA 610a5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοτεύω
-
3 βιοτή
-
4 βιοτήσιος
βῐοτ-ήσιος, ον,A supporting life,ὦνος A.R. 2.1006
; ναυτιλίη β. voyage of life, AP 9.208; ἴχνος ὅπου λήγει β. benndorf-Niemann Reisen in Lykien u. Karien p.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιοτήσιος
-
5 βιότης
-
6 βιότιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιότιον
-
7 βίοτος
A = βίος 1, life,βιότοιο τελευτή Il.7.104
, cf. Emp. 15.2, A.Pers. 360, al.II = βίος 11, means of living, substance,ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο Il.14.122
;β. κατακείρετε πολλόν Od.4.686
;γύαι φέρουσι β. ἄφθονον βροτοῖς A.Fr. 196
;βιότου κτῆσις Ar. Av. 718
, cf. Ec. 669:—in late Prose, PLond.5.1889 (vi A.D.).III = βίος 111, the world, mankind,μνήμῃ βιότου παρέδωκεν Epigr.Gr.319
([place name] Philadelphia).
См. также в других словарях:
θανατήσιος — θανατήσιος, ον (Α) θανάσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ήσιος* (πρβλ. βιοτ ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
ικετήσιος — ἱκετήσιος, ία, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) Ἱκετήσιος ο προστάτης τών ικετών 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱκετήσιος ο ικέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. ησιος (πρβλ. βιοτ ήσιος, φιλοτ ήσιος)] … Dictionary of Greek
ρακομίτριο — το, Ν (βιοτ.) γένος βρυοφύτων που ανήκει στην κλάση φυλλόβρυα τής οικογένειας Crimmiaceae. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθα αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhacomitrium < ῥάκος + μίτρα «διάδημα»] … Dictionary of Greek