Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βεβίωκα

См. также в других словарях:

  • βεβίωκα — βιόω live perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβιώκασι — βεβιώκᾱσι , βιόω live perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβιώκασιν — βεβιώκᾱσιν , βιόω live perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβίωκ' — βεβίωκα , βιόω live perf ind act 1st sg βεβίωκε , βιόω live perf imperat act 2nd sg βεβίωκε , βιόω live perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»