-
1 βαρυβρεμετης
-
2 βαρυβρεμέτης
A loud-thundering, :—also [suff] βᾰρῠ-βρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. [suff] βᾰρῠ-βρεμέτειρα Orph.H.10.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυβρεμέτης
-
3 βαρυβρεμέτης
βαρυ-βρεμέτης, Ζεύς, laut donnernd -
4 βαρυβρεμέτα
βαρυβρεμέτᾱ, βαρυβρεμέτηςloud-thundering: masc nom /voc /acc dualβαρυβρεμέτηςloud-thundering: masc voc sgβαρυβρεμέτᾱ, βαρυβρεμέτηςloud-thundering: masc gen sg (doric aeolic)βαρυβρεμέτηςloud-thundering: masc nom sg (epic) -
5 βαρυβρομητης
-
6 βαρυβρομος
-
7 βαρυγδουπος
-
8 βαρυκτυπος
-
9 βαρυσφαραγος
См. также в других словарях:
βαρυβρεμέτης — βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α) εκείνος που βροντά δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»] … Dictionary of Greek
βαρυβρεμέτα — βαρυβρεμέτᾱ , βαρυβρεμέτης loud thundering masc nom/voc/acc dual βαρυβρεμέτης loud thundering masc voc sg βαρυβρεμέτᾱ , βαρυβρεμέτης loud thundering masc gen sg (doric aeolic) βαρυβρεμέτης loud thundering masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek