-
1 αναλγησία
ἀναλγησίᾱ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc /acc dualἀναλγησίᾱ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀναλγησίαι, ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc plἀναλγησίᾱͅ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αναλγησια
ἥ1) бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.2) тупоумие, ограниченность(ἀ. καὴ βαρύτης Dem.)
-
3 ἀναλγησία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλγησία
-
4 ἀναλγησία
Βλ. λ. αναλγησία -
5 ἀναλγησίᾳ
Βλ. λ. αναλγησία -
6 αναλγησία
η1) нечувствительность (к боли); 2) бесчувственность, чёрствость; бездушность, безжалостность, жестокость; 3) мед. обезболивание -
7 αναλγησία
[аналгисиа] ουσ. θ. нечувствительность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναλγησία
-
8 αναλγησία
[аналгисиа] ουσ θ нечувствительность. -
9 ἀναλγησία
ἀν-αλγησία, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn -
10 şefkatsizlik
αναλγησία, απονιά, ασπλαχνία -
11 αναλγησίας
ἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem acc plἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ἀναλγησίας
ἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem acc plἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 αναλγησίαι
ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc plἀναλγησίᾱͅ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 ἀναλγησίαι
ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc plἀναλγησίᾱͅ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 αναλγησίαν
-
16 ἀναλγησίαν
-
17 βαρύτης
βαρύτης, ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von κουφότης. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz ὀξύτης Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ ἀναλγησία, der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤϑους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man βραδυτής vermuthet.
-
18 апатия
апатияж ἡ ἀπάθεια, ἡ ἀναλγησία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία -
19 бессердечие
бессердеч||ие, бессердечностьс, ж ἡ ἀπονιά, ἡ ἀσπλα(γ)χνία, ἡ ἀναλγησία (бесчувственность) / ἡ σκληρότητα [-ης], ἡ ὠμότητα [-ης] (жестокость). -
20 бессердечность
бессердеч||ие, бессердечностьс, ж ἡ ἀπονιά, ἡ ἀσπλα(γ)χνία, ἡ ἀναλγησία (бесчувственность) / ἡ σκληρότητα [-ης], ἡ ὠμότητα [-ης] (жестокость).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναλγησία — ἀναλγησίᾱ , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc/acc dual ἀναλγησίᾱ , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίᾳ — ἀναλγησίαι , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc pl ἀναλγησίᾱͅ , ἀναλγησία want of feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλγησία — η (Α ἀναλγησία) [ἀνάλγητος] έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο νεοελλ. 1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια αρχ. αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα … Dictionary of Greek
αναλγησία — η 1. απονιά, αδιαφορία: Η αναλγησία του ανθρώπου αυτού είναι πολύ γνωστή. 2. (ιατρ.), έλλειψη αισθήματος του άλγους, του πόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλγησίας — ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησία want of feeling fem acc pl ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησία want of feeling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίαι — ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc pl ἀναλγησίᾱͅ , ἀναλγησία want of feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίαν — ἀναλγησίᾱν , ἀναλγησία want of feeling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίης — ἀναλγησία want of feeling fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
непоболѣньѥ — НЕПОБОЛѢНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесчувственность, немилосердие: а намъ иже на сусѣ iзбыточное безъ ѹспѣха. и недостаточное недомыслено не имущимъ ˫ако ѹстроити что. будущихъ и не будущи(х) принесемъ. и еже злѣе ѥсть в таковы(х) имущи(х) непоболѣнье и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
analgesia — (Del gr. analgesia < an, privativo + algos, dolor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Supresión o ausencia de toda sensación dolorosa. * * * analgesia (del gr. «analgēsía») f. Med. Inexistencia de sensaciones dolorosas, aunque exista causa… … Enciclopedia Universal
αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek