-
1 βατταλος
ὁ = κίναιδος См. κιναιδος; ирон. (по созв. с βατταρίζω) косноязычный, заика (прозвище, данное Демосфену его врагами) Aeschin., Dem., Plut. -
2 βάτταλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάτταλος
-
3 βάταλος
A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάταλος
-
4 βάταλος
Grammatical information: m.Derivatives: βαταλίζομαι `live like a β.' (Theano), - ίζω ( τὰ ὀπίσθια, of a horse) `turn to and fro' ( Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Άμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν `stammer' say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One suggested connection with βατέω `mount'; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ\/δ).Page in Frisk: 1,225-226Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάταλος
См. также в других словарях:
βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ … Dictionary of Greek
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek