Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάτταλος

См. также в других словарях:

  • βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»