Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βάρβαροι

См. также в других словарях:

  • βάρβαροι — βάρβαρος barbarous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Alte Griechen — Homer Archimedes …   Deutsch Wikipedia

  • Grieche — Homer Archimedes …   Deutsch Wikipedia

  • Griechen — Homer Alexander der Große …   Deutsch Wikipedia

  • Griechen (Antike) — Homer Archimedes …   Deutsch Wikipedia

  • Hellene — Homer Archimedes …   Deutsch Wikipedia

  • Hellenen — Homer Archimedes …   Deutsch Wikipedia

  • варваръ — ВАРВАР|Ъ (62), А с. βάρβαρος Чужеземец, иноплеменник (у греков и римлян варварами назывались народы, не принадлежавшие к греко римской цивилизации): варваромъ оубо тъгда. ѳракию немилостивьно плѣн˫ающемъ. (τῶν βαρβάρων) ЖФСт XII, 93 об.; и въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γάντι — Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα. Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»