Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βαρβαρόφωνος

См. также в других словарях:

  • βαρβαρόφωνος — βαρβαρόφωνος, ον (AM) αυτός που ομιλεί ξένη, βάρβαρη γλώσσα αρχ. εκείνος που ομιλεί εσφαλμένα την ελληνική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρόφωνος — speaking a foreign tongue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρόφωνον — βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem acc sg βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαροφώνους — βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαροφώνων — βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαροφώνῳ — βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρόφωνα — βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβαρόφωνοι — βαρβαρόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγλωσσος — η, ο (Α ἄγλωσσος, ον) αυτός που δεν έχει γλώσσα αρχ. 1. άφωνος, άλαλος 2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος 3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀγλωσσία] …   Dictionary of Greek

  • άφωνος — η, ο (AM ἄφωνος, ον) 1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος 2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει 3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ …   Dictionary of Greek

  • βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»