1 κόαλοι
βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ Ar.Ra. 209
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόαλοι
κωβάθια — και κοβάθια, τὰ (Α) ενώσεις τού κοβαλτίου με θείο και αρσενικό … Dictionary of Greek