-
1 αὐτό-φορβος
αὐτό-φορβος ( φέρβω), sich selbst verzehrend, Aesch. frg. 98.
-
2 αὐτόφορβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφορβος
-
3 αὐτόφορβος
См. также в других словарях:
αυτόφορβος — αὐτόφορβος, ον (Α) αυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + φορβος < φέρβω «τρέφω»] … Dictionary of Greek