Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αὐτοχειρί

См. также в других словарях:

  • αυτοχειρί — αὐτοχειρί επίρρ. (AM) με τα ίδια τα χέρια κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αὐτοχειρί — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem dat sg αὐτοχειρί with one s own hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόχειρι — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοχειρία — η (AM αὐτοχειρία) [αυτόχειρ] αυτοκτονία αρχ. 1. φόνος που εκτελείται από τα ίδια τα χέρια κάποιου 2. το να εκτελεί κανείς κάτι με τα ίδια του τα χέρια 3. (η δοτ. ως επίρρ.) αὐτοχειρίᾳ αυτοχειρί …   Dictionary of Greek

  • αὐτόχειρ' — αὐτόχειρα , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem acc sg αὐτόχειρι , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem dat sg αὐτόχειρε , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem nom/voc/acc dual αὐτόχειρα , αὐτόχειρος neut nom/voc/acc pl αὐτόχειρε , αὐτόχειρος …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»