-
1 αυτοσχεδιη
ἥ1) импровизация2) (sc. μάχη) рукопашная схватка(αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖρας Hom.)
αὐτοσχεδίην (sc. πληγήν) τινὰ πλήσσειν Hom. — нанести кому-л. удар в упор -
2 αυτοσχεδίη
-
3 αὐτοσχεδίῃ
-
4 αὐτοσχεδίη
αὐτο-σχεδίη ( σχεδόν): close combat; adv., αὐτοσχεδίην, ‘at close quarters.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐτοσχεδίη
-
5 αὐτοσχέδιος
A hand to hand: used by Hom., in dat., αὐτοσχεδίῃ (sc. μάχῃ) in close fight, in the mêlée,αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε Il.15.510
: acc. fem. as Adv., = αὐτοσχεδόν I,Ἀντιφάτην δ'.. πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192
, 17.294;αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536
: alsoἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι Tyrt.11.12
.II offhand, improvised, rough and ready,ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος h.Merc.55
;ποιήματα αὐ. D.H.2.34
;μαντικὴ αὐ. Plu.Sull.7
;τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. Arist.Fr. 600
; βωμός, τείχη, D.H.1.40, 3.67;μνῆμα Hld.2.4
;ναῦς Max.Tyr.12.2
; of persons,αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a
;σοφιστής Ach.Tat.5.27
;ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν D.C. 73.1
; τὸ αὐ., opp. τὸ περιπτωτικόν, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv.-ίως, γεννηθῆναι LXX Wi.2.2
;οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσχέδιος
-
6 αὐτο-σχέδιος
αὐτο-σχέδιος (σχεδία), α, ον, auch 2 Endungen, 1) Hom. αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, im Handgemenge Faust u. Kraft erproben (vgl. αὐτοσταδία), Il. 15, 510; αὐτοσχεδίην πλήττειν τινά, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen, 12, 192; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od. 11, 536. – 2) Gew. aus dem Stegereif, ἐξ αὐτοσχεδίης H. h. Merc. 55; ἐξ αὐτοσχεδίου Sp., wie Herodian. 7, 8, 25, der auch πόλεμος 7, 4, 8 so braucht; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht, Dion. Hal. 1, 40. 3, 67. Bes. von der Rede u. von Gedichten, Dion. Hal. 2, 34; Plut.
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδίῃ — αὐτοσχέδιος hand to hand fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] … Dictionary of Greek