-
1 αυτοσχεδιη
ἥ1) импровизация2) (sc. μάχη) рукопашная схватка(αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖρας Hom.)
αὐτοσχεδίην (sc. πληγήν) τινὰ πλήσσειν Hom. — нанести кому-л. удар в упор
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδίῃ — αὐτοσχέδιος hand to hand fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] … Dictionary of Greek