Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐονή

См. также в других словарях:

  • αὐονή — dryness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • αὐονήν — αὐονή dryness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐονά — αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc/acc dual αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑονά — αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc/acc dual αὐονά̱ , αὐονή dryness fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… …   Dictionary of Greek

  • αὐονάν — αὐονά̱ν , αὐονή dryness fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑονήν — αὐονήν , αὐονή dryness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»