Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἶθρος

См. также в других словарях:

  • αίθρος — αἶθρος, ο (Α) καθαρός και ψυχρός αέρας τού πρωινού, ψύχος, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ. ΠΑΡ. αιθριάζω, αρχ. αἰθριῶ] …   Dictionary of Greek

  • αἶθρος — the clear chill air masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶθρον — αἶθρος the clear chill air masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… …   Dictionary of Greek

  • αἴθρω — αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc nom/voc/acc dual αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αἴθρου — αἴ̱θρου , αἶθρος the clear chill air masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθρῳ — αἴ̱θρῳ , αἶθρος the clear chill air masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»