-
1 αίθρος
-
2 αἶθρος
-
3 αἶθρος
-
4 αιθρος
ὁ утренняя свежесть, утренний холод Hom. -
5 αἶθρος
αἶθρος, ὁ,II = αἴθριον, PLond.3.1023.20 (v/vi A. D.). -
6 αἶθρος
αἶθρος: cold, frost.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἶθρος
-
7 αἴθρος
αἴθρος, von einem Schiffbrüchigen; durch Kälte -
8 δί-αιθρος
-
9 ὕπ-αιθρος
ὕπ-αιθρος, unter dem Himmel, unter freiem Himmel; τὸ ὕπαιϑρον, der freie Himmel u. jeder Platz unter freiem Himmel, das Freie; ἐν ὑπαίϑρῳ, im Freien, Xen. Mem. 2, 1, 6; Antiph. 5, 11; εἰς ὕπαιϑρον, in's Freie; ἐπὶ τῆς ὑπαίϑρου, S. Emp. adv. rhett. 18; vgl. noch Lob. Phryn. p. 252. – In der Kriegssprache seit Pol. sind ὕπαιϑρα freie, durch Heeresmacht und Siege im offenen Felde zu behauptende Gegenden, im Ggstz zu den festen Plätzen, dah. τῶν ὑπαίϑρων ἀντιποιεῖσϑαι, κρατῆσαι, ἐκχωρεῖν, Pol. 1, 12, 4. 1, 40, 6. 9, 3, 6 u. oft; εἰς ὕπαιϑρα ἐξεληλυϑέναι, in's Feld ausrücken, 10, 3, 4; πόλεμοι ὕπαιϑροι, offener Krieg, im freien Felde, Ggstz zum Festungskriege, D. Hal. 6, 22; auch ἡ ἐν ὑπαίϑροις οἰκονομία, Pol. 6, 12, 5.
-
10 αίθρω
αἴ̱θρω, αἶθροςthe clear chill air: masc nom /voc /acc dualαἴ̱θρω, αἶθροςthe clear chill air: masc gen sg (doric aeolic)——————αἴ̱θρῳ, αἶθροςthe clear chill air: masc dat sg -
11 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
12 διαιθρος
-
13 αίθρον
-
14 αἶθρον
-
15 αίθρου
-
16 αἴθρου
-
17 αἶθος
αἰθος, ὁ, -
18 δίαιθρος
δί-αιθρος, ganz hell, heiter -
19 ὕπαιθρος
ὕπ-αιθρος, unter dem Himmel, unter freiem Himmel; τὸ ὕπαιϑρον, der freie Himmel u. jeder Platz unter freiem Himmel, das Freie; ἐν ὑπαίϑρῳ, im Freien; εἰς ὕπαιϑρον, ins Freie. In der Kriegssprache sind ὕπαιϑρα freie, durch Heeresmacht und Siege im offenen Felde zu behauptende Gegenden, im Ggstz zu den festen Plätzen; πόλεμοι ὕπαιϑροι, offener Krieg, im freien Felde, Ggstz zum Festungskriege -
20 αἰθήρ
αἰθήρ, - έροςGrammatical information: f. m.Meaning: `clear air, heaven' (Il.).Derivatives: αἴθρη, -ᾱ `id.' (Il.); αἰθρίη, - ία `clear heaven, beautiful wether'; αἶθρος `fresh, cold air' (ξ 318 αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον). Cf. αἰθρεῖ χειμάζει H., αἰθρινόν πρωϊνόν H. (improbable Bouquiaus-Simon, Ant. class. 31, 1962, 25ff.); αἰθέριος `in the air, heavenly' (trag.).Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: Generally derived from αἴθω, q.v.Page in Frisk: 1,37Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰθήρ
См. также в других словарях:
αίθρος — αἶθρος, ο (Α) καθαρός και ψυχρός αέρας τού πρωινού, ψύχος, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ. ΠΑΡ. αιθριάζω, αρχ. αἰθριῶ] … Dictionary of Greek
αἶθρος — the clear chill air masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶθρον — αἶθρος the clear chill air masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… … Dictionary of Greek
αἴθρω — αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc nom/voc/acc dual αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθριος — ια, ιο (Α αἴθριος, ία, ιον) 1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το αρχ. 1. αυτός που προκαλεί την αιθρία λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά 2. ως επίθ. τού Διός 3. διάφανος … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αἴθρου — αἴ̱θρου , αἶθρος the clear chill air masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρῳ — αἴ̱θρῳ , αἶθρος the clear chill air masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)