Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἴθρῳ

См. также в других словарях:

  • αἴθρω — αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc nom/voc/acc dual αἴ̱θρω , αἶθρος the clear chill air masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴθρῳ — αἴ̱θρῳ , αἶθρος the clear chill air masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»