-
21 αιματηρόταται
αἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc superl plαἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc superl pl -
22 αἱματηρόταται
αἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc superl plαἱματηρόςbloodstained: fem nom /voc superl pl -
23 αιματηρά
-
24 αἱματηρᾷ
-
25 αιματηράς
-
26 αἱματηρᾶς
-
27 αιματηραίς
-
28 αἱματηραῖς
-
29 αιματηραί
-
30 αἱματηραί
-
31 αιματηράν
-
32 αἱματηράν
-
33 αιματηράς
-
34 αἱματηράς
-
35 αἱματόεις
A = αἱματηρός, Il.5.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματόεις
-
36 αἱμηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμηρός
-
37 πελανός
A any thick liquid substance, of various consistency, πελανῷ with oil, A.Ag.96 (anap.) ; ῥοφεῖν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων π. the red blood, Id.Eu. 265 (lyr.) ; π. αἱματοσταγής a reeking mass of slaughter, Id.Pers. 816 ; π. αἱματηρός, of clotted blood, E.Alc. 851, Rh. 430 ; ἀφρώδης π., of foam at the mouth, Id.Or. 220 ; π. μελίσσης honey, Id.Fr.467.5 ; πιαλέοι π., of gum in the eyes, Heliod. ap. Stob.4.36.8.II mixture offered to the gods and the dead, of meal, honey, and oil, liquid enough to be poured,χέουσα τόνδε π. ἐν τύμβῳ πατρός A. Ch.92
;χοὴν π. τε E.Fr. 912
(anap.) ; burnt on the altar, Id. Ion 707 (lyr.), Tr. 1063 (pl., lyr.), Ar.Pl. 661, etc.;θῦσαι πελανόν A.Pers. 204
, E. Ion 226 (anap.), cf. Pl.Lg. 782c, IG12.76.36, 22.140 ;ἐς τὴν τρώγλην τὸν π. ἔνθες τοῦ δράκοντος Herod.4.91
.2 meal made from barley and wheat, of which this mixture was made,π. καλοῦμεν ἡμεῖς οἱ θεοί, ἃ καλεῖτε.. ἄλφιθ' ὑμεῖς οἱ βροτοί Sannyr.1
;μύλης πελανοί A.R.1.1077
.III round cakes offered to the gods,πέμματα ἐπιχώρια.., ἃ πελανοὺς καλοῦσιν ἔτι και ἐς ἡμᾶς Ἀθηναῖοι Paus.8.2.3
: hence (from the shape),Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελανός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἱματηρός — bloodstained masc nom sg αἱματηρός bloodstained masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
αιματηρός, -ή — ό 1. γεμάτος αίμα: Σήμερα ο άρρωστος είχε αιματηρά φλέγματα. 2. αυτός που κάνει να τρέξει αίμα: Η σύγκρουση ήταν αιματηρή. 3. ο υπερβολικά πιεστικός: Τον τελευταίο καιρό κάνουμε αιματηρές οικονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱματηρά — αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc/acc dual αἱματηρά̱ , αἱματηρός bloodstained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρόν — αἱματηρός bloodstained masc acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg αἱματηρός bloodstained masc/fem acc sg αἱματηρός bloodstained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῶν — αἱματηρός bloodstained fem gen pl αἱματηρός bloodstained masc/neut gen pl αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροτέροις — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl αἱματηρός bloodstained masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροί — αἱματηρός bloodstained masc nom/voc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηροῦ — αἱματηρός bloodstained masc/neut gen sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρούς — αἱματηρός bloodstained masc acc pl αἱματηρός bloodstained masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηρῷ — αἱματηρός bloodstained masc/neut dat sg αἱματηρός bloodstained masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)