-
1 αιματηράς
-
2 αἱματηρᾶς
-
3 αιματηράς
-
4 αἱματηράς
-
5 βλάβη
A harm, damage, A.Pr. 763, IG12.18, etc.;πεπονθέναι.. ἐς βλάβην φέρον S.OT 517
; τίς β.; c. inf., Id.OC 1187;οἷς ἦν ἐν β. τειχισθέν Th.5.52
;προσκαλοῦμαί σε.. βλάβης τῶν φορτίων Ar.V. 1407
; β. θεοῦ mischief from a god, E. Ion 520, cf. S.Ant. 1104; of a person, ἡ πᾶσα β. who is naught but mischief, Id.El. 301, cf. 784, Ph. 622: pl.,ἐν ὄμμασιν βλάβας ἔχω A.Ag. 889
, cf. Eu. 799; αἱματηρὰς θηγάνας, σπλάγχνων βλάβας νέων ib. 859.2 βλάβης δίκη an action for damage done, D.21.25; β. τετραπόδων damage done by eattle, Plu. Sol.24;β. τῶν θηρίων Id.2.642b
(pl.);οἰκῆος καὶ δούλης τὴν β. εἶναι ὀφείλειν Sol.
ap. Lys.10.19;οἱ περὶ τῆς β. νόμοι.. ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν D.21.43
; διπλῆν τὴν β. ὀφείλειν ( ὀφλεῖν Meier) Din.1.60, cf. Foed.Delph.Pell.1 B7. -
6 θηγάνη
A whetstone, A.Ag. 1536 (lyr.), S.Aj. 820: metaph., αἱματηρὰς θηγάνας incentives to bloodshed, A.Eu. 859;θ. λάλης Luc. Lex.14
:—also [full] θήγανον, τό, Hsch.
См. также в других словарях:
αἱματηρᾶς — αἱματηρός bloodstained fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματηράς — αἱματηρά̱ς , αἱματηρός bloodstained fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek