-
1 αιματόεις
-
2 αἱματόεις
-
3 αἱματόεις
A = αἱματηρός, Il.5.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματόεις
-
4 αἱματόεις
αἱματόεις, εσσα, εν: bloody, bleeding; met. ἤματα, πόλεμος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἱματόεις
-
5 αιματόεντ'
αἱματόεντα, αἱματόειςblood-red: neut nom /voc /acc plαἱματόεντα, αἱματόειςblood-red: masc acc sgαἱματόεντι, αἱματόειςblood-red: masc /neut dat sgαἱματόεντε, αἱματόειςblood-red: masc /neut nom /voc /acc dual -
6 αἱματόεντ'
αἱματόεντα, αἱματόειςblood-red: neut nom /voc /acc plαἱματόεντα, αἱματόειςblood-red: masc acc sgαἱματόεντι, αἱματόειςblood-red: masc /neut dat sgαἱματόεντε, αἱματόειςblood-red: masc /neut nom /voc /acc dual -
7 αιματοέσσας
αἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem acc plαἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem gen sg (doric aeolic) -
8 αἱματοέσσας
αἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem acc plαἱματοέσσᾱς, αἱματόειςblood-red: fem gen sg (doric aeolic) -
9 αιματόεν
-
10 αἱματόεν
-
11 αιματόεντα
-
12 αἱματόεντα
-
13 αιματοέσσης
-
14 αἱματοέσσης
-
15 αιματόεντας
-
16 αἱματόεντας
-
17 αιματόεντε
-
18 αἱματόεντε
-
19 αιματόεντες
-
20 αἱματόεντες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αιματόεις — αἱματόεις, εσσα, εν και (συνηρ.) τοῡς, τοῡσσα, τοῡν (Α) [αἷμα] 1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός 2. αιματόχρωμος, κόκκινος 3. αιμάτινος, από αίμα 4. αιματώδης, φονικός … Dictionary of Greek
αἱματόεις — blood red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεν — αἱματόεις blood red masc voc sg αἱματόεις blood red neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντα — αἱματόεις blood red neut nom/voc/acc pl αἱματόεις blood red masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοέσσης — αἱματόεις blood red fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντας — αἱματόεις blood red masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντε — αἱματόεις blood red masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντες — αἱματόεις blood red masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντι — αἱματόεις blood red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντος — αἱματόεις blood red masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεσσα — αἱματόεις blood red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)